Δημοσιογράφος Μπρίνης: Εδώ Λιλιπούπολη, εδώ Λιλιπούπολη. Σας μιλάει ο δημοσιογράφος Μπρίνης. Γεια σας παιδιά! Λιώσανε πια τα χιόνια στο Λιλιμπάγιατ και στη Λίλιτζα και άρχισανε στη Λιλιπούπολη οι πρώτες ανοιξιάτικες ετοιμασίες. Και να! από το παράθυρο του ραδιοφωνικού σταθμού βλέπω την πιο καλή νοικοκυρά που έγινε ποτέ, να τινάζει από το παράθυρο τα χαλιά, με φούρια, τραγουδώντας το χαρακτηριστικό της τραγούδι.
Τα μπισκότα δεν τα τρώω,
δε μ’ αρέσει το τυρί
κι από την πολλή την γκρίνια
έχω μύτη σουβλερή.
Παπαγάλε κάτσε σούζα,
θα σε δέσω με λουρί,
αχ αυτός ο παπαγάλος,
πόσο με ταλαιπωρεί!
Είμαι η Πιπινέζα, η τρομερή!
Πιπινέζα: Επ, παπαγάλε! Τι κάνεις πάλι εκεί;
Παπαγάλος: Τι κάνω πάλι εκεί, εεε;
Πιπινέζα: Χίλιες φορές στο ‘χω πει, σπάταλο πουλί, μια κουταλιά παπαγαλίνης σ’ ένα πιάτο νερό φτάνει και περισσεύει!
Παπαγάλος: Οοο, μα… μα… μα… είναι πιο νόστιμη η σούπα άμα βάζω τρεις κουταλιές…
Πιπινέζα: Τη νοστιμιά θα κοιτάξουμε τώρα ή την οικονομία;
Παπαγάλος: Τη νοστιμιά!
Πιπινέζα: Έλα εδώ παπαγάλε, κάθισε, να σου εξηγήσω.
Παπαγάλος: Οοοο, πάλι;
Πιπινέζα: Πάλι! Απ’ ό,τι έχουμε, παπαγάλε, το μισό πρέπει να το ξοδεύουμε και το άλλο μισό πρέπει να το φυλάμε!
Παπαγάλος: Γιατίιιιιιιι;
Πιπινέζα: Μη με διακόπτεις!
Παπαγάλος: Καλά!
Πιπινέζα: Λοιπόν, μπορεί, παπαγάλε, να έρθουνε δύσκολες μέρες, κάποτε, στη Λιλιπούπολη. Δεν έχεις δει τα μυρμηγκάκια που το καλοκαίρι μαζεύουνε φαΐ για να ‘χουνε να τρώνε το χειμώνα;
Παπαγάλος: Όχι!
Πιπινέζα: Τι όχι;
Παπαγάλος: Όχι, όχι, όχι, δε θέλω να είμαι μυρμήγκι, δε θέλω! Θέλω θέλω θέλω να είμαι παπαγάλος, θέλω θέλω θέλω θέλω θέλω!
Πιπινέζα: Σσσσουτ! Βουβού! Έχεις πάρει την κάτω βόλτα, παπαγάλε! Σ’ έχει χαλάσει η αφθονία. Αυτά μου έλεγε κι ο Δήμαρχος προχθές. «Οικονομία, Πιπινέζα» μου είπε, «να τον μάθεις στη στέρηση, τώρα που είναι μικρός. Γιατί έτσι που τον κακομαθαίνεις, άμα μεγαλώσει, κλάφτα Χαράλαμπε! Θα πουλήσει όλη τη Λιλιπούπολη και θα τη φάει!»
Παπαγάλος: Ααααα, ωραίαααααααα!!!
Πιπινέζα: Όχι, όχι, όχι! Δε θα σ’ αφήσω εγώ να γίνεις γκάνγκστερ! Θα συνηθίσεις, θέλεις δε θέλεις!
Παπαγάλος: Σε τι θα συνηθίσω, εεεεε;
Πιπινέζα: Στο μέτρο! Πρέπει να έχουμε μέτρο στη ζωή μας, όλα να τα λογαριάζουμε, όλα να τα υπολογίζουμε, όλα να τα μετράμε. Καταλαβαίνεις, παπαγάλε;
Παπαγάλος: Όχι!
Πιπινέζα: Καλά, όποιος δεν καταλαβαίνει με τα λόγια, καταλαβαίνει με τα έργα. Το βλέπεις αυτό το πήλινο γουρουνάκι;
Παπαγάλος: Το βλέπω.
Πιπινέζα: Αυτή τη σχισμή που έχει επάνω, τη βλέπεις;
Παπαγάλος: Τι είναι αυτή η σχισμή, εεεεε;
Πιπινέζα: Απ’ αυτή τη σχισμή…
Παπαγάλος: Ναι…
Πιπινέζα: …θα ρίχνεις μέσα στο γουρουνάκι τη μισή σου παπαγαλίνη.
Παπαγάλος: Ε;!
Πιπινέζα: Κι αυτό θα το κάνεις κάθε μέρα.
Παπαγάλος: Ααααα! Γιατί να πετάω τη μισή μου παπαγαλίνη, εεεεε;
Πιπινέζα: Μην είσαι αυθάδης! Λοιπόν, αυτό το πήλινο γουρουνάκι το λένε «κουμπαρά» κι ο κουμπαράς θα είναι το ξεκίνημα της νέας σου ζωής που αρχίζει από αυτή τη στιγμή.
Παπαγάλος: Ε! Τι, τι, τι, τι κάνεις εκεί, εεεεε;
Πιπινέζα: Μαζεύω όλους τους σπόρους παπαγαλίνης που έχουνε σκορπιστεί στο τραπεζομάντιλο και τους ρίχνω στον καινούργιο σου κουμπαρά.
Παπαγάλος: Ααα, όχι! Όχι! Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω, δε… (διαμαρτύρεται)
Πιπινέζα: Ααα, μη με συγχύζεις!
Παπαγάλος: Τι έγινε, τι έγινε η παπαγαλίνη που κρατούσες; Τι έγινε; Πάρ’ την παπαγ… τι έγινε; Τι έγινε, εεεεε;
Πιπινέζα: Αποταμιεύτηκε!
Παπαγάλος: Τιιιι, τι «αποταμιεύτηκε»; Τι «αποτα…»; Πού είναι η παπαγαλίνη μου, σου λέω; Γιατί μου την πήρες; Την πήρες τη δικιά μου την παπαγαλίνη και… δικιά μου ήτανε, δικιά μου…
Πιπινέζα: Και τι θα την έκανες, δηλαδή;
Παπαγάλος: Ό,τι ήθελα!
Πιπινέζα: Έχεις πολύ μεγάλος λάθος να νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις πάντα ό,τι θέλεις!
Παπαγάλος: Βγάλε, βγάλε, βγάλε, βγάλε, βγάλε την παπαγαλίνη μου απ’ το γουρούνι, είπα!
Πιπινέζα: Δε βγαίνει, πια, παπαγάλε.
Παπαγάλος: Και πότε θα βγει, εεεεε;
Πιπινέζα: Μα σου είπα. Θα βγει, μετά από χρόνια, σε μια δύσκολη στιγμή. Τότε θα σπάσουμε τον κουμπαρά.
(κρακ, ήχος από πήλινο δοχείο που σπάει ακούγεται…)
Αισθανόταν τυχερή που τον είχε κοντά της. Τρυφερός, δυνατός, ήρεμος, σίγουρος για κάθε του κίνηση. Λάτρευε να τον παρατηρεί ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητάς του. Γελούσε απίστευτα παρακολουθώντας τον να προσπαθεί να ξεφλουδίσει ένα ακτινίδιο! Πόσο αδέξιος της φαινόταν σ’ αυτή τη δουλειά! «Μα… είναι μόνο ένα ακτινίδιο! Πώς είναι δυνατό να του φέρεσαι έτσι; Τι κακό σου ‘κανε;» του έλεγε γελώντας και αγκαλιάζοντάς τον τρυφερά. Όμως η μεγαλύτερή της χαρά, ήταν να μπορεί να τον παρατηρεί το πρωί. Αισθανόταν ότι αυτό της έδινε δύναμη για όλη την ημέρα. Παρακολουθούσε διακριτικά το πρωινό του ξύρισμα, την ιεροτελεστία του καφέ, το δέσιμο της γραβάτας, απολάμβανε το φιλί που της άφηνε απαλά πριν κλείσει την πόρτα πίσω του και την αφήσει μόνη μέσα σε ένα ανυπόφορα άδειο σπίτι.
Η σκέψη και μόνο ότι ίσως να μην ξαναγύριζε, της προκαλούσε ίλιγγο. Ένιωθε να χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της. Η αγάπη της για εκείνον ήταν τέτοια που την τρόμαζε. Συχνά έβαζε το μυαλό της σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ένιωθε την παρουσία του σαν δυνατό ρεύμα που έδινε ζωή στην ύπαρξή της ενώ, ταυτόχρονα, θα μπορούσε με μιας να της την πάρει.
Κοντεύουν δυο χρόνια από την τελευταία γλυκιά παρατήρηση της καθημερινότητάς του. Ο χειμώνας κάλυπτε τα πάντα. Το κρύο έκοβε την αναπνοή. Περισσότερο όμως παγωμένη αισθανόταν την καρδιά της. Την απουσία του τη βίωνε ως την απόλυτη προσωπική της ήττα. Η ζωή της έμοιαζε με επανάσταση καταδικασμένη σε αποτυχία, από τον ξαφνικό, άδικο, αδικαιολόγητο χαμό του ικανού της ηγέτη. Η μοναδική σπίθα που θα μπορούσε να ζεστάνει την παγωνιά της ψυχής της… έσβησε στο τελευταίο του email.