23/10/11

Ευχάριστα νέα στη ζούγκλα

Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μέσα στη ζούγκλα της Αφρικής, ζούσε μια όμορφη και καλοσυνάτη τίγρη που την έλεγαν Τιμάν. Η Τιμάν είχε πανέμορφες καφέ ρίγες που αγκάλιαζαν όλο της το σώμα, σπάζοντας έτσι τη μονοτονία του ωχρού τριχώματός της. Ήταν ευέλικτη και αεικίνητη, με δυνατά πόδια και πανέμορφη μακριά ουρά. Εκτός από τη σωματική της δύναμη η Τιμάν είχε και μια απίστευτη γλύκα που μεγάλωνε περισσότερο καθώς τα μάτια της φωτίζονταν από το χαμόγελό της την ώρα που έπαιζε κυνηγητό με το μικρό τιγράκι της.

Είχαν δεν είχαν περάσει έξι μήνες από τότε που η Τιμάν γέννησε το γιο της, τον πανέξυπνο Τιμόν ο οποίος της έμοιαζε καταπληκτικά, όταν αποφάσισε να απομακρυνθεί από το σπίτι της για να κυνηγήσει. Άφησε τον πάντα ετοιμοπόλεμο μικρούλη Τιμόν να παίζει με τα ξαδερφάκια του και έφυγε. Τα γέλια των μικρών που έπαιζαν αμέριμνα σταμάτησαν απότομα όταν περίεργοι, απειλητικοί ήχοι έζωσαν τη γειτονιά τους.

-Σταθείτε! Τιγράκια! Κάπου εδώ γύρω θα υπάρχει και η μάνα τους! Σιγά, μην τα τρομάξουμε! ακούστηκε μια αγριοφωνάρα.

-Αυτό κι αν είναι επιτυχία! Χα! Λέτε να τελειώνουμε σήμερα τη δουλειά μας; ακούστηκε μια άλλη ενθουσιώδης αγριοφωνάρα από πιο πίσω.

-Τα όπλα σας στα χέρια και προχωράμε προσεχτικά, ακούστηκε μια πιο σιγανή φωνή κι έπειτα απλώθηκε μια σιωπή που μύριζε μπαρούτι.

Ήταν ξεκάθαρο πως ήταν κυνηγοί! Η Τιμάν, σαν από ένστικτο, λες και είχε ακούσει τις κουβέντες των ανθρώπων, άφησε ό,τι έκανε και γύρισε γρήγορα πίσω στο σπίτι της. Όμως, συμφορά, οι κυνηγοί την είχαν προλάβει και είχαν ήδη πιάσει αιχμάλωτο τον Τιμόν, ο οποίος είχε ξεχαστεί με το παιχνίδι και δεν ήταν καθόλου προσεχτικός, όπως τον είχε συμβουλεύσει η μαμά του. Έτσι, βρέθηκε φυλακισμένος σ’ ένα στενό κι απαίσιο, ξύλινο κλουβί.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο μικρούλης Τιμόν βρέθηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, με τέντα για οροφή. Στο διπλανό κλουβί κοιμόταν μια φώκια. Λίγο πιο κει ήταν το κλουβί ενός λιονταριού, παραδίπλα το κλουβί δύο πιθήκων, απέναντι το κλουβί ενός ελέφαντα και ανάμεσα στα κλουβιά των παπαγάλων και των φιδιών, ήταν και το κλουβί της μεγάλης αρκούδας. Πριν προλάβει να καταλάβει πού βρίσκεται, ένας κοντός άνθρωπος κρατώντας ένα μεταλλικό κουβά πλησίασε τη φώκια και της έδωσε δυο ψαράκια λέγοντας: «Πώς είναι σήμερα η τραυματίας μας; Είσαι έτοιμη για την αποψινή παράσταση;»

-Παράσταση; αναρωτήθηκε ο Τιμόν. Μόνο που πρέπει να αναρωτήθηκε δυνατά, γιατί η φώκια του απάντησε:

-Παράσταση! Αφού βρισκόμαστε σε τσίρκο;

-Τι είναι τσίρκο; ξαναρώτησε ο Τιμόν.

-Χμ… κατάλαβα! Καινούριος εδώ, ε; χαμογέλασε πικρά η φώκια. Τσίρκο είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μας βάζουν να κάνουμε διάφορα νούμερα για να διασκεδάζουν. Και όταν κάτι δεν πάει καλά…

-Ε, τι; ρώτησε όλο αγωνία ο Τιμόν.

-Ε, υπάρχει ο θηριοδαμαστής που φροντίζει να μάθουμε το νούμερό μας, είτε με το καλό είτε με το άγριο. Να, βλέπεις το πόδι μου; είπε η φώκια και έδειξε το πίσω αριστερό της πόδι.

Ο Τιμόν γούρλωσε στη θέα του τραύματος.

-Και όλο αυτό στο έκανε αυτός ο άνθρωπος με τα ψάρια; ρώτησε με φωνή που έτρεμε.

-Όχι, όχι! Ο Λίο είναι φίλος μας! Μας αγαπάει και μας φροντίζει. Μας ταΐζει, μας περιποιείται, μας τραγουδάει και, καμιά φορά, παίζει μαζί μας. Ο θηριοδαμαστής το έκανε, με το μαστίγιό του. Δεν ήμουν όσο γρήγορη ήθελε, κατάλαβες;

Ο Τιμόν έσκυψε το κεφαλάκι του και δε ρώτησε τίποτα άλλο. Το επόμενο πρωί θα μάθαινε από πρώτο χέρι τι σήμαινε «παράσταση», «νούμερο» και «θηριοδαμαστής»…

Πίσω στη ζούγκλα ο καιρός περνούσε βασανιστικά αργά για την Τιμάν, η οποία, από γλυκιά κι αξιαγάπητη τίγρη που έσφυζε από ζωή, είχε μετατραπεί σε άγρια και θλιμμένη απειλή για όποιο ζώο την πλησίαζε.

Κάποια μέρα, τα ευαίσθητα ρουθούνια της «έπιασαν» τη μυρωδιά ανθρώπου να κινείται στην περιοχή. Τα μάτια της γυάλισαν, τα αφτιά της τεντώθηκαν νευρικά και μ’ ένα σάλτο ανασηκώθηκε και γρύλισε προς τον άνθρωπο με τη στολή που στεκόταν μπροστά της. Εκείνος, αν και ξαφνιάστηκε, δεν έδειξε ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα και, θαρραλέα, έκανε άλλα δυο βήματα για να πλησιάσει την Τιμάν, η οποία πια έδειχνε με μίσος τα δόντια της.

-Είστε η κυρία Τιμάν; ρώτησε ο ατρόμητος άνθρωπος με την μπλε στολή και το καπέλο.

-Πώς ξέρεις τ’ όνομά μου; απάντησε με ερώτηση η τίγρη.

-Είστε η κυρία Τιμάν, η μητέρα του Τιμόν; επέμενε ο άνδρας με την μπλε στολή.

Η Τιμάν γαλήνεψε και κοίταξε με βουρκωμένο βλέμμα τον άνθρωπο που ήξερε την ίδια και το γιο της. Έγνεψε «ναι» με το κεφάλι της και πλησίασε περισσότερο.

-Είμαι ο Πέτρος, ο ταχυδρόμος, συστήθηκε ο άνδρας με τη στολή βγάζοντας το καπέλο του.

Τότε η Τιμάν πρόσεξε τη μεγάλη καφέ τσάντα που κρεμόταν αρκετά φουσκωμένη στο δεξί πλευρό του ανθρώπου.

-Έχω ένα γράμμα για εσάς, κυρία μου, είπε με επίσημο ύφος ο ταχυδρόμος.

-Γράμμα; Από ποιον; αναρωτήθηκε και με το δίκιο της η Τιμάν.

-Γράμμα από το γιο σας, απάντησε ο ταχυδρόμος κοιτώντας την τίγρη στα μάτια.

-Από ποιον; γρύλισε ξαφνιασμένη η τίγρη. Ο γιος μου πάει ένας χρόνος που πιάστηκε αιχμάλωτος από κάποιους απαίσιους ανθρώπους!

-Ησυχάστε, κυρία μου, είπε ο ταχυδρόμος. Ο γιος σας αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πολύ καλά χέρια και χαίρει άκρας υγείας! Σας διαβεβαιώνω είναι μια χαρά, αλλά, ορίστε, διαβάστε και μόνη σας.

Σε λίγα λεπτά η Τιμάν δακρυσμένη διάβαζε τα νέα του μωρού της. Ο Τιμόν τής έλεγε πώς οι άνθρωποι τον αιχμαλώτισαν και πώς κατέληξε σε τσίρκο να κάνει νούμερα για τη διασκέδαση του κόσμου. Επίσης της έγραφε πως τώρα ήταν ελεύθερος και ανυπομονούσε να γυρίσει πίσω στη ζούγκλα, κοντά της.

-Ο γιος μου σε τσίρκο; φώναξε έντρομη η Τιμάν. Και πώς κατάφερε να αποδράσει από τέτοιο κολαστήριο;

-Ησυχάστε, κυρία μου. Θα σας εξηγήσω αμέσως. Πριν από ένα μήνα ακριβώς, ένα περιοδεύον τσίρκο βρέθηκε στην πόλη μου και αποφάσισα να πάρω τα παιδιά μου και να πάμε να δούμε τα ζώα, τους κλόουν και τους ακροβάτες. Μαζί μου, πήρα και μια φίλη μου που τρελαίνεται να κάνει ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Από πάντα, βλέπετε, ήθελε να γίνει μάγισσα και όλο κάτι μαντζούνια φτιάχνει, όλο κάτι ταχυδακτυλουργικά κόλπα κάνει και τα μεν μαντζούνια που μας υποχρεώνει να δοκιμάσουμε μας κάνουν να τρέχουμε στην τουαλέτα, τα δε ταχυδακτυλουργικά κόλπα όλο σε μπελάδες μάς βάζουν. Όμως της έχει μείνει ο καημός κι έτσι κάθε παράσταση ταχυδακτυλουργών και μάγων που δίνεται στην πόλη μας σπεύδει να την παρακολουθήσει και να θαυμάσει. Για να μην τα πολυλογώ, κι εκείνη τη μέρα πήγαμε στο τσίρκο παρέα.

Αφού θαυμάσαμε τα υπέροχα κόλπα των ακροβατών, των κλόουν, των ταχυδακτυλουργών, σειρά είχαν τα καταπληκτικά νούμερα των ζώων. Όμως, ενώ ο κόσμος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος, παρατήρησα πως τα καημένα τα ζώα καθόλου δεν το διασκέδαζαν και κάθε άλλο παρά ευτυχισμένα ήταν. Έσκυψα, λοιπόν, στο αφτί της φίλης μου της… τρελής μάγισσας και της είπα: «Για δες εκείνο εκεί το τιγράκι. Έχεις δει πιο μελαγχολικά μάτια ποτέ;» «Σαν να μου φαίνεται πως δεν περνούν καθόλου καλά εδώ μέσα τα κακόμοιρα», είπε η φίλη μου και άνοιξε την τσάντα της. Την είδα να ανακατεύει κάτι μπουκαλάκια, να ανοιγοκλείνει κάτι φακελάκια, να κινεί πέρα δώθε κάτι ραβδάκια, την άκουσα να μουρμουρίζει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια και, ξαφνικά, όλοι οι άνθρωποι στο τσίρκο πάγωσαν! Έμειναν κόκαλο! Ακόμα και το μαστίγιο του θηριοδαμαστή έμεινε στον αέρα! Μόνο τα ζώα μπορούσαν να κινηθούν. Περίμεναν τις εντολές που έπρεπε να εκτελέσουν, αλλά τίποτα! Ακόμα και η φωτιά που έκαιγε γύρω από ένα στεφάνι είχε μείνει ακίνητη! Τα ζώα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και, σαν να ‘χα συνεννοηθεί από πριν, κινήθηκαν όλα μαζί τρέχοντας προς την έξοδο. Μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά, η φίλη μου κίνησε πάλι τα ραβδάκια της και όλοι έγιναν όπως πριν. Μόνο που τώρα πια τα ζώα είχαν γίνει… καπνός!

Έτσι κατάφερε κι ο γιος σας να ξεφύγει, κυρία Τιμάν και να καταλήξει στο γκαράζ της φίλης μου της… μάγισσας. Σ’ εκείνην διηγήθηκε την περιπέτειά του και, μιας κι εγώ είμαι ταχυδρόμος, μου παρέδωσε αυτό το γράμμα για εσάς. Ήταν σίγουρος ότι θα ανησυχούσατε με την εξαφάνισή του. Σας υπόσχομαι όμως ότι μέσα σε λίγες μέρες, ο μικρός Τιμόν θα ‘ναι εδώ, κοντά σας και αυτό θα το φροντίσω εγώ ο ίδιος!

Η Τιμάν, που τόση ώρα άκουγε άφωνη και δακρυσμένη, ευχαρίστησε τον ταχυδρόμο και τον συνόδευσε ως την άκρη της ζούγκλας. Έμεινε μάλιστα εκεί, ακίνητη, περιμένοντας κάθε μέρα την άφιξη του γιου της.

Πραγματικά, κατά το ηλιοβασίλεμα της τέταρτης μέρας, ο μικρός Τιμόν έπεφτε στην αγκαλιά της μαμάς του γεμίζοντάς τη φιλιά. Από τότε ζουν ευτυχισμένοι στη ζούγκλα μακριά από τους ενοχλητικούς και μοχθηρούς ανθρώπους.


Στα Πρωτάκια μου που με προκαλούν να κάνω… μαγικά!

Ηράκλειο, 12/10/2011

Δεν υπάρχουν σχόλια: