22/3/09

Ακτινιδιοϊστορίες


Ζεστό, αυγουστιάτικο μεσημεράκι, που καμιά σχέση δεν είχε με τα καλοκαιρινά μεσημέρια των διαφημίσεων. Μόνη της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με μια τάρτα ακτινίδιο δίπλα της και με τις σκέψεις της ζεστές και κολλημένες στο ταβάνι, έτοιμες να πέσουν πάνω της και να την καταπλακώσουν. Ένα «γιατί;» βάρυνε και, πέφτοντας, της χάραξε μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Άφησε να της ξεφύγει ένα «Αχ!» και, μαζί του, ένιωσε να φεύγει κι εκείνη από το σώμα της και να ανεβαίνει ψηλά. Το ταβάνι, λες και ήταν φτιαγμένο από… σαντιγί παραμέρισε, επιτρέποντάς της να πετάξει μακριά, πάνω από τις σκέψεις της.

Από ‘κεί ο κόσμος τής φαινόταν διαφορετικός. Τα «γιατί;», τα «πρέπει», τα «δεν μπορώ» της φαινόταν σαν τα βότσαλα στο βυθό της θάλασσας. Απορούσε τι της είχε συμβεί και πώς είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τον ίδιο της τον εαυτό. Πριν όμως προλάβει να τρομάξει… βρέθηκε ανάμεσα στα «θέλω», τα «μπορώ», τα «αγαπώ» της. Άπλωσε το χέρι προς ένα «θέλω», μα το αισθάνθηκε κάπως μακρινό. Δοκίμασε να πιάσει ένα «μπορώ», μα, τι κρίμα, ξεγλίστρησε γρήγορα από τα δάχτυλά της. Δειλά, έτεινε το χέρι προς ένα «αγαπώ» και, τι χαρά, το ‘νιωσε σταθερό, απαλό και ζεστό να φωτίζει την παλάμη της.

Δεν καταλάβαινε τίποτα πια. Τα «γιατί;», η ζέστη, το πολύχρωμο σεντόνι, το ταβάνι από… σαντιγί και το ζεστό «αγαπώ» στην παλάμη της έπλεξαν ένα δίχτυ και την τύλιξαν. Πάλευε να ξεφύγει, όμως οι κινήσεις της την πρόδιδαν και το περίεργο δίχτυ την έσφιγγε όλο και πιο πολύ.

Όπως έκανε πάντα στα δύσκολα, άφησε τη σκέψη της να τρέξει σ’ εκείνον. Ο νους της αρπάχτηκε από το γράμμα που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Μπροστά στα μάτια της ήρθε ο γραφικός του χαρακτήρας να λέει λόγια καθησυχαστικά. «Γλυκέ μου, ιππότη!» ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο. Ήξερε ότι νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη και ότι ποτέ δε θα την άφηνε μόνη. Εκείνη τη στιγμή το «αγαπώ» στην παλάμη της έλαμψε περισσότερο ίσως κι από τον ήλιο και, έτσι μαγικά, όπως είχε εμφανιστεί, το δίχτυ που κόντευε να την πνίξει εξαφανίστηκε. Ελεύθερη πια από τα δεσμά της, έκλεισε τα μάτια και φώναξε δυνατά: «σ’ αγαπώ».

Ανοίγοντας τα μάτια της αντίκρισε τη μητέρα της, σκυμμένη πάνω από το κεφάλι της, να την κοιτά με απορία. Έριξε μια ματιά γύρω της, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο δωμάτιό της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με την τάρτα ακτινίδιο δίπλα της και ένα βιβλίο ακουμπισμένο στο στήθος. Ισχυρίστηκε, ντροπαλά, ότι έβλεπε όνειρο και πως όλα ήταν εντάξει.

Η μητέρα της έφυγε από το δωμάτιο με ένα βλέμμα απορίας, ενώ εκείνη έριξε μια αμήχανη ματιά στην ανοιχτή σελίδα του βιβλίου της:

"Τα δάχτυλά μου
-στο μαλακό χορτάρι-
βρήκαν τα δάχτυλά σου.

Κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα
-ακόμα πιο πολύ-
τη θέρμη της καρδιάς σου..."

24.8.07

3/3/09

Μονοκοντυλιές

Συννεφιασμένη μέρα και βροχερή. Κακόκεφη πήρε μολύβι και χαρτί να ξορκίσει την πλήξη της. Κάθισε απόμερα, σ' ένα άδειο γραφείο, φόρεσε τα ακουστικά στ' αφτιά, δυνάμωσε την ένταση δίνοντας σ' όλους το μήνυμα: "Δε θέλω κουβέντες με κανένα". Άναψε ένα κερί για να διώχνει τον καπνό που είχε κατακλύσει το χώρο, έκατσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα και αγνάντεψε το βουνό απέναντι. Φρέσκο χιόνι είχε σκεπάσει την κορυφή του. "Άσπρο! Για να σκεπάσει τη σκοτεινιά μου και τη μουντίλα τ' ουρανού", σκέφτηκε.

Τράβηξε μια κόλλα χαρτί από δίπλα της και ετοιμάστηκε να γράψει. Θυμήθηκε ένα φίλο της που τη μάθαινε να κάνει μονοκοντυλιές. Πήρε, λοιπόν, το μολύβι, έκλεισε τα μάτια της κι άφησε τη μαύρη, μαλακή γραφίδα να χορέψει πάνω στο χαρτί της.

Έμεινε αρκετή ώρα κοιτώντας τη μουτζούρα στο χαρτί, ώσπου ένα μελανό πλασματάκι σηκώθηκε από εκείνη τη μονοκοντυλιά και τίναξε τα φτεράκια του. Έμοιαζε με... πουλί, με... συνδετήρα, με... χιονάνθρωπο; Δεν ήξερε να πει. Όλα μέσα της ήταν μπερδεμένα, μια ακατανόητη μονοκοντυλιά!

-Τι είσαι εσύ; το ρώτησε ακουμπώντας το με το μολύβι.
-Οι σκέψεις σου, της απάντησε με θάρρος.
-Και πού τις ξέρεις εσύ τις σκέψεις μου;
-Φυσικά και τις ξέρω, αφού βγήκα από μέσα σου! Ξέρω, όπως κανείς άλλος, τα άγχη, τις ανασφάλειες, τους φόβους, τις χαρές, τα χαμόγελα και την ανυπομονησία σου! Ξέρω επίσης πως σ' αυτή τη φάση είναι αδύνατο να κατορθώσεις να τα ξεμπερδέψεις όλ' αυτά και, όπως σε βλέπω, θα μείνεις πολύ καιρό έτσι.
-Πόσον καιρό δηλαδή; το ρώτησε εμφανώς ανυπόμονα.
-Έως ότου αφήσεις τη ζωή σου να κυλήσει χωρίς να προσπαθείς να τη χωρέσεις σε "πρέπει" και "θέλουν να κάνω".
-Πώς θα το καταφέρω αυτό;
-Συνέχισε να ζωγραφίζεις μονοκοντυλιές και κάποια στιγμή το σχήμα που θα γεννηθεί θα σου δώσει την απάντηση.

Δεν πρόλαβε να διατυπώσει άλλη ερώτηση. Ένα κουδούνι ακούστηκε διώχνοντας τη μονοκοντυλιά πίσω στο χαρτί, στη γνώριμη, δισδιάστατη διάστασή του και τις σκέψεις της, ένα κουβάρι, στο πίσω μέρος του μυαλού της. Μάζεψε τα βιβλία της κι έφυγε για δουλειά.



9.2.09