15/2/09

Ο Μπόγιας της Αγάπης

Στο είχα πει να μη μ’ αγαπάς. Σε είχα προειδοποιήσει ότι κινδυνεύουν όσοι αγαπούν. Αλλά και όσοι αγαπιούνται. Όσοι αφήνονται να απολαύσουν αυτό το Δώρο. Δε με άκουσες, γέλασες μονάχα. Δεν πίστευες στον Μπόγια της Αγάπης. Κι όμως, υπάρχει. Γυρνάει και μαζεύει τα αδέσποτα κουτάβια φυλακίζοντας τις καρδιές τους. Και τότε βλέπεις τη θλίψη στα μάτια τους και νιώθεις την απελπισία και τον πόνο στο αλύχτισμά τους. Και εκείνων που φεύγουν και κοιτούν πίσω από τα κάγκελα της κλούβας, αλλά και εκείνων που μένουν αποσβολωμένα καταμεσής του δρόμου να βλέπουν με παράπονο την κλούβα του Μπόγια που χάνεται με ταχύτητα, κατευθυνόμενη προς το επόμενο θύμα της. Τότε ακούγονται μόνο τα παραπονιάρικα αλυχτίσματα και των δύο πλευρών, μια και το Δώρο της Αγάπης, δεν έχει μόνο παραλήπτη αλλά και αποστολέα.

Μη ρωτήσεις «Και τώρα τι κάνουμε;»… Δύο λύσεις: Πρώτη, να περιμένω κι εγώ τον Μπόγια να περάσει, ή, δεύτερη, να μαζέψεις δυνάμεις και να προσπαθήσεις να το σκάσεις απ’ το κλουβί σου...


3.10.06


5/2/09

ομιλία, κατανάλωση, έρωτας, αφεντικό, μπακάλικο


Στην τελευταία, απότομη στροφή της περιφερειακής οδού, μετά από ώρα οδήγησης, φάνηκε, επιτέλους, το χωριό. Δεν είναι μεγάλο, είναι όμως όμορφο και γραφικό και συχνά δέχεται επισκέψεις από τουρίστες, ιδίως τα χειμωνιάτικα Σαββατοκύριακα. Κύρια ασχολία των κατοίκων του είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ δεν είναι λίγοι και όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό. Οι φιλόξενοι άνθρωποι, η γραφικότητα του περιβάλλοντος, ο καθαρός αέρας και η μικρή του απόσταση από την πόλη, φέρνουν το χωριό πρώτο στις προτιμήσεις όσων αναζητούν μικρές αποδράσεις από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.

Πάρκαρε κάπου στην είσοδο του χωριού και κατευθύνθηκε με τα πόδια ως την πλατεία του. Έδεσε το φουλάρι της πιο σφιχτά γύρω από το λαιμό της και κούμπωσε το παλτό της καλά, καθώς το κρύο ήταν δυνατό. "Άλλαξε, ομόρφυνε περισσότερο από τότε.", σκέφτηκε κοιτώντας γύρω της. Πάνε δεκαπέντε χρόνια που είχε φύγει κι από τότε δεν είχε βρει χρόνο και διάθεση να επιστρέψει, ούτε για ένα Σαββατοκύριακο. Εκεί είχε περάσει το τελευταίο έτος του σχολείου. Η δουλειά του πατέρα της όμως ήταν τέτοια που οι μετακινήσεις τους ήταν σύνηθες φαινόμενο. Σπάνια έμεναν πάνω από δυο χρόνια σε ένα μέρος και σ' αυτό το όμορφο ορεινό χωριό είχε βρεθεί για μία μοναδική χρονιά, τότε που πήγαινε Γ' Λυκείου. Στο μυαλό της άνοιξε ένα παράθυρο απ' όπου ξεχύθηκαν ένα σωρό αναμνήσεις ενώ ένα φωτεινό χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της και μια ζωντάνια τάχυνε το βήμα της.

Κατευθύνθηκε στο μπακάλικο του κυρ Παντελή, απ' όπου μικρή αγόραζε κουλουράκια κανέλας και βυσσινάδα. "Καλησπέρα, κυρ Παντελή!", είπε μπαίνοντας μέσα, όμως το χαμόγελο ενθουσιασμού μετατράπηκε σε χαμόγελο αμηχανίας.

-Οχ, με συγχωρείτε. Περίμενα να βρω τον κυρ Παντελή...
-Το αφεντικό λείπει, απάντησε ο ψηλός νεαρός πίσω από τον πάγκο. Τι θα θέλατε; ρώτησε καλοσυνάτα την κοπέλα.
Η φωνή του της φάνηκε γνώριμη, όμως στο βλέμμα του δε διέκρινε κάποια οικειότητα κι έτσι θεώρησε ότι έκανε λάθος.
-Όχι... τίποτα, ευχαριστώ. Θα περάσω αύριο να βρω την κυρ Παντελή, είπε αμήχανα και βιάστηκε να βγει απ' το μπακάλικο.
-Ποια να του πω ότι τον ζήτησε;, επέμεινε ο νεαρός πίσω από τον πάγκο.
-Η Ασημίνα, η κόρη του Θανάση, του αξιωματικού, απάντησε εκείνη ζεστά.
-Εσύ! Έμεινε έκπληκτος ο νεαρός. Είμαι ο Νίκος, ο γιος της κυρα-Λένης. Θυμάσαι τη σπιτονοικοκυρά σας; Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε...
-Χμ, ναι! έκανε εκείνη ντροπαλά. Έχουν περάσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια!
-Πώς κι από το χωριό μας; Σαββατοκύριακο για χαλάρωση στα παλιά τα μέρη; τη ρώτησε παιχνιδιάρικα ο Νίκος, που τώρα είχε βγει πίσω από τον πάγκο και την είχε πλησιάσει κοντά στην πόρτα, όπου στεκόταν.
-Μπα, όχι! Πού καιρός για ξεκούραση τώρα. Μια ομιλία σχετικά με την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων με φέρνει πάλι πίσω.
-Τελικά, έκανες το όνειρό σου πραγματικότητα, έτσι; Έγινες γιατρός!
-Ναι, ήταν κάτι που το ήθελα από μικρή.
-Θυμάμαι... είπε ο Νίκος και χαμήλωσε το βλέμμα.
-Λοιπόν, χάρηκα που σε ξαναείδα, Νίκο! Άργησα και πρέπει να πηγαίνω. Πες χαιρετίσματα στον κυρ Παντελή και φίλησέ μου τη μάνα σου!, είπε η Ασημίνα τείνοντας το χέρι της προς το Νίκο.
-Λοιπόν, δεν ακούω τίποτα! Μετά το τέλος της ομιλίας σου, σε περιμένω στο σπίτι για φαγητό! Η κυρα-Λένη θα χαρεί πολύ να σε δει! της είπε ζωηρά εκείνος.
-Λυπάμαι, Νίκο, αλλά, ειλικρινά, είναι αδύνατο. Το πρόγραμμά μου είναι πολύ πιεσμένο και αύριο πρέπει να βρίσκομαι στην Αθήνα, για άλλη διάλεξη! Πρέπει να φύγω αμέσως μετά την ομιλία μου. Να φανταστείς, ούτε την ομιλία του αρραβωνιαστικού μου δεν προλαβαίνω να παρακολουθήσω. Γι' αυτό ήρθαμε και με χωριστά αυτοκίνητα! Εκείνος βρίσκεται ήδη στο συνεδριακό χώρο και με περιμένει. Υπόσχομαι όμως να έρθω κάποια άλλη φορά. Λοιπόν... και πάλι χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα, είπε η Ασημίνα και γύρισε να φύγει.

Ο Νίκος ψέλλισε ένα "στο καλό" και έμεινε να κοιτά τον έρωτα της ζωής τους να απομακρύνεται για άλλη μια φορά.