23/10/11

Ευχάριστα νέα στη ζούγκλα

Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μέσα στη ζούγκλα της Αφρικής, ζούσε μια όμορφη και καλοσυνάτη τίγρη που την έλεγαν Τιμάν. Η Τιμάν είχε πανέμορφες καφέ ρίγες που αγκάλιαζαν όλο της το σώμα, σπάζοντας έτσι τη μονοτονία του ωχρού τριχώματός της. Ήταν ευέλικτη και αεικίνητη, με δυνατά πόδια και πανέμορφη μακριά ουρά. Εκτός από τη σωματική της δύναμη η Τιμάν είχε και μια απίστευτη γλύκα που μεγάλωνε περισσότερο καθώς τα μάτια της φωτίζονταν από το χαμόγελό της την ώρα που έπαιζε κυνηγητό με το μικρό τιγράκι της.

Είχαν δεν είχαν περάσει έξι μήνες από τότε που η Τιμάν γέννησε το γιο της, τον πανέξυπνο Τιμόν ο οποίος της έμοιαζε καταπληκτικά, όταν αποφάσισε να απομακρυνθεί από το σπίτι της για να κυνηγήσει. Άφησε τον πάντα ετοιμοπόλεμο μικρούλη Τιμόν να παίζει με τα ξαδερφάκια του και έφυγε. Τα γέλια των μικρών που έπαιζαν αμέριμνα σταμάτησαν απότομα όταν περίεργοι, απειλητικοί ήχοι έζωσαν τη γειτονιά τους.

-Σταθείτε! Τιγράκια! Κάπου εδώ γύρω θα υπάρχει και η μάνα τους! Σιγά, μην τα τρομάξουμε! ακούστηκε μια αγριοφωνάρα.

-Αυτό κι αν είναι επιτυχία! Χα! Λέτε να τελειώνουμε σήμερα τη δουλειά μας; ακούστηκε μια άλλη ενθουσιώδης αγριοφωνάρα από πιο πίσω.

-Τα όπλα σας στα χέρια και προχωράμε προσεχτικά, ακούστηκε μια πιο σιγανή φωνή κι έπειτα απλώθηκε μια σιωπή που μύριζε μπαρούτι.

Ήταν ξεκάθαρο πως ήταν κυνηγοί! Η Τιμάν, σαν από ένστικτο, λες και είχε ακούσει τις κουβέντες των ανθρώπων, άφησε ό,τι έκανε και γύρισε γρήγορα πίσω στο σπίτι της. Όμως, συμφορά, οι κυνηγοί την είχαν προλάβει και είχαν ήδη πιάσει αιχμάλωτο τον Τιμόν, ο οποίος είχε ξεχαστεί με το παιχνίδι και δεν ήταν καθόλου προσεχτικός, όπως τον είχε συμβουλεύσει η μαμά του. Έτσι, βρέθηκε φυλακισμένος σ’ ένα στενό κι απαίσιο, ξύλινο κλουβί.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο μικρούλης Τιμόν βρέθηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, με τέντα για οροφή. Στο διπλανό κλουβί κοιμόταν μια φώκια. Λίγο πιο κει ήταν το κλουβί ενός λιονταριού, παραδίπλα το κλουβί δύο πιθήκων, απέναντι το κλουβί ενός ελέφαντα και ανάμεσα στα κλουβιά των παπαγάλων και των φιδιών, ήταν και το κλουβί της μεγάλης αρκούδας. Πριν προλάβει να καταλάβει πού βρίσκεται, ένας κοντός άνθρωπος κρατώντας ένα μεταλλικό κουβά πλησίασε τη φώκια και της έδωσε δυο ψαράκια λέγοντας: «Πώς είναι σήμερα η τραυματίας μας; Είσαι έτοιμη για την αποψινή παράσταση;»

-Παράσταση; αναρωτήθηκε ο Τιμόν. Μόνο που πρέπει να αναρωτήθηκε δυνατά, γιατί η φώκια του απάντησε:

-Παράσταση! Αφού βρισκόμαστε σε τσίρκο;

-Τι είναι τσίρκο; ξαναρώτησε ο Τιμόν.

-Χμ… κατάλαβα! Καινούριος εδώ, ε; χαμογέλασε πικρά η φώκια. Τσίρκο είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μας βάζουν να κάνουμε διάφορα νούμερα για να διασκεδάζουν. Και όταν κάτι δεν πάει καλά…

-Ε, τι; ρώτησε όλο αγωνία ο Τιμόν.

-Ε, υπάρχει ο θηριοδαμαστής που φροντίζει να μάθουμε το νούμερό μας, είτε με το καλό είτε με το άγριο. Να, βλέπεις το πόδι μου; είπε η φώκια και έδειξε το πίσω αριστερό της πόδι.

Ο Τιμόν γούρλωσε στη θέα του τραύματος.

-Και όλο αυτό στο έκανε αυτός ο άνθρωπος με τα ψάρια; ρώτησε με φωνή που έτρεμε.

-Όχι, όχι! Ο Λίο είναι φίλος μας! Μας αγαπάει και μας φροντίζει. Μας ταΐζει, μας περιποιείται, μας τραγουδάει και, καμιά φορά, παίζει μαζί μας. Ο θηριοδαμαστής το έκανε, με το μαστίγιό του. Δεν ήμουν όσο γρήγορη ήθελε, κατάλαβες;

Ο Τιμόν έσκυψε το κεφαλάκι του και δε ρώτησε τίποτα άλλο. Το επόμενο πρωί θα μάθαινε από πρώτο χέρι τι σήμαινε «παράσταση», «νούμερο» και «θηριοδαμαστής»…

Πίσω στη ζούγκλα ο καιρός περνούσε βασανιστικά αργά για την Τιμάν, η οποία, από γλυκιά κι αξιαγάπητη τίγρη που έσφυζε από ζωή, είχε μετατραπεί σε άγρια και θλιμμένη απειλή για όποιο ζώο την πλησίαζε.

Κάποια μέρα, τα ευαίσθητα ρουθούνια της «έπιασαν» τη μυρωδιά ανθρώπου να κινείται στην περιοχή. Τα μάτια της γυάλισαν, τα αφτιά της τεντώθηκαν νευρικά και μ’ ένα σάλτο ανασηκώθηκε και γρύλισε προς τον άνθρωπο με τη στολή που στεκόταν μπροστά της. Εκείνος, αν και ξαφνιάστηκε, δεν έδειξε ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα και, θαρραλέα, έκανε άλλα δυο βήματα για να πλησιάσει την Τιμάν, η οποία πια έδειχνε με μίσος τα δόντια της.

-Είστε η κυρία Τιμάν; ρώτησε ο ατρόμητος άνθρωπος με την μπλε στολή και το καπέλο.

-Πώς ξέρεις τ’ όνομά μου; απάντησε με ερώτηση η τίγρη.

-Είστε η κυρία Τιμάν, η μητέρα του Τιμόν; επέμενε ο άνδρας με την μπλε στολή.

Η Τιμάν γαλήνεψε και κοίταξε με βουρκωμένο βλέμμα τον άνθρωπο που ήξερε την ίδια και το γιο της. Έγνεψε «ναι» με το κεφάλι της και πλησίασε περισσότερο.

-Είμαι ο Πέτρος, ο ταχυδρόμος, συστήθηκε ο άνδρας με τη στολή βγάζοντας το καπέλο του.

Τότε η Τιμάν πρόσεξε τη μεγάλη καφέ τσάντα που κρεμόταν αρκετά φουσκωμένη στο δεξί πλευρό του ανθρώπου.

-Έχω ένα γράμμα για εσάς, κυρία μου, είπε με επίσημο ύφος ο ταχυδρόμος.

-Γράμμα; Από ποιον; αναρωτήθηκε και με το δίκιο της η Τιμάν.

-Γράμμα από το γιο σας, απάντησε ο ταχυδρόμος κοιτώντας την τίγρη στα μάτια.

-Από ποιον; γρύλισε ξαφνιασμένη η τίγρη. Ο γιος μου πάει ένας χρόνος που πιάστηκε αιχμάλωτος από κάποιους απαίσιους ανθρώπους!

-Ησυχάστε, κυρία μου, είπε ο ταχυδρόμος. Ο γιος σας αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πολύ καλά χέρια και χαίρει άκρας υγείας! Σας διαβεβαιώνω είναι μια χαρά, αλλά, ορίστε, διαβάστε και μόνη σας.

Σε λίγα λεπτά η Τιμάν δακρυσμένη διάβαζε τα νέα του μωρού της. Ο Τιμόν τής έλεγε πώς οι άνθρωποι τον αιχμαλώτισαν και πώς κατέληξε σε τσίρκο να κάνει νούμερα για τη διασκέδαση του κόσμου. Επίσης της έγραφε πως τώρα ήταν ελεύθερος και ανυπομονούσε να γυρίσει πίσω στη ζούγκλα, κοντά της.

-Ο γιος μου σε τσίρκο; φώναξε έντρομη η Τιμάν. Και πώς κατάφερε να αποδράσει από τέτοιο κολαστήριο;

-Ησυχάστε, κυρία μου. Θα σας εξηγήσω αμέσως. Πριν από ένα μήνα ακριβώς, ένα περιοδεύον τσίρκο βρέθηκε στην πόλη μου και αποφάσισα να πάρω τα παιδιά μου και να πάμε να δούμε τα ζώα, τους κλόουν και τους ακροβάτες. Μαζί μου, πήρα και μια φίλη μου που τρελαίνεται να κάνει ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Από πάντα, βλέπετε, ήθελε να γίνει μάγισσα και όλο κάτι μαντζούνια φτιάχνει, όλο κάτι ταχυδακτυλουργικά κόλπα κάνει και τα μεν μαντζούνια που μας υποχρεώνει να δοκιμάσουμε μας κάνουν να τρέχουμε στην τουαλέτα, τα δε ταχυδακτυλουργικά κόλπα όλο σε μπελάδες μάς βάζουν. Όμως της έχει μείνει ο καημός κι έτσι κάθε παράσταση ταχυδακτυλουργών και μάγων που δίνεται στην πόλη μας σπεύδει να την παρακολουθήσει και να θαυμάσει. Για να μην τα πολυλογώ, κι εκείνη τη μέρα πήγαμε στο τσίρκο παρέα.

Αφού θαυμάσαμε τα υπέροχα κόλπα των ακροβατών, των κλόουν, των ταχυδακτυλουργών, σειρά είχαν τα καταπληκτικά νούμερα των ζώων. Όμως, ενώ ο κόσμος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος, παρατήρησα πως τα καημένα τα ζώα καθόλου δεν το διασκέδαζαν και κάθε άλλο παρά ευτυχισμένα ήταν. Έσκυψα, λοιπόν, στο αφτί της φίλης μου της… τρελής μάγισσας και της είπα: «Για δες εκείνο εκεί το τιγράκι. Έχεις δει πιο μελαγχολικά μάτια ποτέ;» «Σαν να μου φαίνεται πως δεν περνούν καθόλου καλά εδώ μέσα τα κακόμοιρα», είπε η φίλη μου και άνοιξε την τσάντα της. Την είδα να ανακατεύει κάτι μπουκαλάκια, να ανοιγοκλείνει κάτι φακελάκια, να κινεί πέρα δώθε κάτι ραβδάκια, την άκουσα να μουρμουρίζει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια και, ξαφνικά, όλοι οι άνθρωποι στο τσίρκο πάγωσαν! Έμειναν κόκαλο! Ακόμα και το μαστίγιο του θηριοδαμαστή έμεινε στον αέρα! Μόνο τα ζώα μπορούσαν να κινηθούν. Περίμεναν τις εντολές που έπρεπε να εκτελέσουν, αλλά τίποτα! Ακόμα και η φωτιά που έκαιγε γύρω από ένα στεφάνι είχε μείνει ακίνητη! Τα ζώα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και, σαν να ‘χα συνεννοηθεί από πριν, κινήθηκαν όλα μαζί τρέχοντας προς την έξοδο. Μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά, η φίλη μου κίνησε πάλι τα ραβδάκια της και όλοι έγιναν όπως πριν. Μόνο που τώρα πια τα ζώα είχαν γίνει… καπνός!

Έτσι κατάφερε κι ο γιος σας να ξεφύγει, κυρία Τιμάν και να καταλήξει στο γκαράζ της φίλης μου της… μάγισσας. Σ’ εκείνην διηγήθηκε την περιπέτειά του και, μιας κι εγώ είμαι ταχυδρόμος, μου παρέδωσε αυτό το γράμμα για εσάς. Ήταν σίγουρος ότι θα ανησυχούσατε με την εξαφάνισή του. Σας υπόσχομαι όμως ότι μέσα σε λίγες μέρες, ο μικρός Τιμόν θα ‘ναι εδώ, κοντά σας και αυτό θα το φροντίσω εγώ ο ίδιος!

Η Τιμάν, που τόση ώρα άκουγε άφωνη και δακρυσμένη, ευχαρίστησε τον ταχυδρόμο και τον συνόδευσε ως την άκρη της ζούγκλας. Έμεινε μάλιστα εκεί, ακίνητη, περιμένοντας κάθε μέρα την άφιξη του γιου της.

Πραγματικά, κατά το ηλιοβασίλεμα της τέταρτης μέρας, ο μικρός Τιμόν έπεφτε στην αγκαλιά της μαμάς του γεμίζοντάς τη φιλιά. Από τότε ζουν ευτυχισμένοι στη ζούγκλα μακριά από τους ενοχλητικούς και μοχθηρούς ανθρώπους.


Στα Πρωτάκια μου που με προκαλούν να κάνω… μαγικά!

Ηράκλειο, 12/10/2011

8/9/11

Το γιγαντομωρό



Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια μακρινή χώρα, πιο κοντά απ’ οπουδήποτε, ζούσε ένα ευτυχισμένο ζευγάρι που το μόνο που ήθελε απ’ τη ζωή του ήταν ν’ αποκτήσει ένα παιδάκι. Ο άντρας είχε ένα συνηθισμένο όνομα, ας τον πούμε Σπύρο, και ένα ασυνήθιστο ύψος. Η γυναίκα είχε κι εκείνη ένα συνηθισμένο όνομα, ας την πούμε Μαρίνα, και ένα, επίσης, ασυνήθιστο ύψος. Και οι δυο ήταν πανύψηλοι! Γι’ αυτό και στη χώρα τους, στη χώρα του Σχετικού, ήταν γνωστοί ως: το ζεύγος Ψήλου, που, ας σημειωθεί, δεν είχε καμία σχέση με τον κοινό ψύλλο! Ή μήπως είχε; …
Μετά από κάμποσο καιρό, γεννήθηκε, επιτέλους, το πολυπόθητο μωρομέλος της οικογένειας! Ένα τεράστιο, υγιέστατο, ζωηρόχρωμο κοριτσάκι! Οι γονείς του ήταν πια πανευτυχείς! Όλη μέρα τραγουδούσαν χαρούμενοι και δεν έπαιρναν το βλέμμα τους από πάνω του. Αλλά κι εκείνο έδειχνε ήρεμο κι ευτυχισμένο. Χαμογελούσε και το τεράστιο χαμόγελό του φώτιζε ολόκληρο το σπίτι του ζεύγους Ψήλου τόσο πολύ, ώστε ολόκληρη η γειτονιά λαμποκοπούσε μέσα στη σκοτεινή νύχτα της χώρας του Σχετικού.
Οι μέρες περνούσαν.
Οι ευτυχισμένοι γονείς γίνονταν κάθε μέρα και πιο ευτυχισμένοι και το γιγάντιο μωρό γινόταν κάθε μέρα και πιο… γιγάντιο! Υπήρχαν, βέβαια, κάποιες τεχνικές δυσκολίες στο μεγάλωμά του, όμως οι γονείς του ούτε καν τις αντιλαμβάνονταν. Τι κι αν κανένα κρεβατάκι δε χωρούσε το γιγαντομωρό; Έδωσαν παραγγελία στον κύριο Μετριούλη, τον ξυλουργό της γειτονιάς και σε μια βδομάδα το… γιγαντοκρέβατο ήταν έτοιμο! Τι κι αν τα συνηθισμένα φορμάκια δεν του χωρούσαν με τίποτα; Η ευτυχής μαμά έραψε μόνη της τα… γιγαντορουχαλάκια της πολυαγαπημένης της κόρης. Τι κι αν κανένα παιδικό μπανάκι δε χωρούσε την… αγαπητίλη τους; Παραγγέλθηκε η μεγαλύτερη λεκάνη, ανάλογη αυτής της Μεσογείου, για τη… «φιφή» τους! Τι κι αν κανένα καροτσάκι δε χωρούσε τη μονάκριβή τους; Και οι δυο γονείς είχαν μια τεράστια αγκαλιά για το βλαστάρι τους.
Πέρασε καιρός, ώσπου το ζεύγος Ψήλου θέλησε να δώσει ένα όνομα στο γιγαντομωρό του. Ποιο όνομα όμως θα μπορούσε να καλύψει ένα τέτοιο μωρό; Μέρες το ζεύγος Ψήλου σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν το όνομα της μπέμπας, όμως… τίποτα! Τζίφος! Όλα τα ονόματα της έπεφταν μικρά. Άλλα κοντά, άλλα στενά, κανένα όνομα δε βρέθηκε να της ταιριάζει. Μέχρι που ο μπαμπάς Ψήλος είχε μια καταπληκτική ιδέα! Θα ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣΑΝ ένα όνομα για το γιγαντομωρό τους, όπως είχαν δημιουργήσει τόσα και τόσα πράγματα που εξυπηρετούσαν την καθημερινότητά του. Έτσι, λοιπόν, η μαμά Ψήλου έβαλε όλη τη φαντασία και τη δημιουργικότητά της σε λειτουργία και… ορίστε! Ένα διπλό όνομα για το κοριτσάκι της: ΜΑΡΙΑ – ΕΛΕΝΗ !!!! Τέλειο! Ένα ταιριαστό όνομα για το γλυκύτατο αυτό γιγαντομωρό! Το μωρό τους!
Ο κεντρικός ναός της χώρας του Σχετικού κλείστηκε για το ευτυχές γεγονός, η ειδικών διαστάσεων κολυμβήθρα επιστρατεύθηκε και το γιγαντομωρό βαφτίστηκε με τις καλύτερες ευχές όλων των κατοίκων της χώρας του Σχετικού να το συνοδεύουν. Το γλέντι κράτησε μια ολόκληρη βδομάδα και τη διασκέδαση των καλεσμένων επιμελήθηκε το ίδιο το γιγαντομωρό, που πια είχε διπλόφαρδο όνομα, παίζοντας θεσπέσιες μελωδίες στο πιάνο της θείας του.
Σήμερα, δύο χρόνια μετά τη γέννησή του, συγγενείς και φίλοι μαζεύτηκαν στο σπίτι της οικογένειας Ψήλου για να γιορτάσουν τα δεύτερα γενέθλια του χαρισματικού γιγαντομωρού, το οποίο, πια, είναι σωστό γιγαντοκοριτσάκι και έχει όνομα που το καλύπτει απόλυτα! Οι ετοιμασίες για τα γενέθλια πολλές και όλες καμωμένες με ιδιαίτερη αγάπη και γλύκα, σαν αυτή της… γιγαντοτούρτας που φτιάχτηκε, ειδικά για την περίσταση, από τον ίδιο τον μπαμπά Ψήλο, ξεπερνώντας ακόμα και τις καταπληκτικές τούρτες της κυρίας Λιχουδέλη, που έχει το καλύτερο ζαχαροπλαστείο της χώρας!
Οι ευχές όλων μας ανάλογης γλύκας και μεγέθους της τούρτας για να ‘ναι η Μαρία-Ελένη πολύχρονη, υγιής, ευτυχισμένη, γλυκιά και λαμπερή πάντα!

* Στην ανιψιά μου, που, σήμερα 3.9.2011, φύσηξε τα πρώτα της δύο κεράκια! :)

28/7/11

Η περιπέτεια του Βίκτωρα



Πάει καιρός που είχε μείνει άστεγος ο μικρός Βίκτωρ. Μέρες καθόταν δακρυσμένος στο βυθό του υπονόμου, χωρίς κανένα από τα άλλα βακτήρια, ούτε τις κατσαρίδες, ούτε τα ποντίκια που χοροπηδούσαν γύρω του να δίνει σημασία στο δράμα του. Τα δάκρυά του σχημάτιζαν μια μικρή, καθαρή λιμνούλα γύρω του, η οποία δεν αργούσε να διαλυθεί μες στα βρομόνερα. Η βαλίτσα του, κλειστή και λερωμένη, έκανε την όψη του ακόμα πιο τραγική. Αυτό το μικρό βακτήριο σίγουρα θα ήταν σε πολύ δύσκολη θέση.

Μια μέρα τον πλησίασε μια αδύνατη, καφετιά κατσαρίδα, με ευλύγιστες κεραίες. Έδειχνε να έχει συγκινηθεί πραγματικά από την άθλια όψη του Βίκτωρα και θέλησε να ακούσει την ιστορία του.

«Είχα κάνει όνειρα μεγάλα εγώ που με βλέπεις», είπε ο Βίκτωρ στην κατσαρίδα, κλαίγοντας. «Κάποτε έμενα σ’ ένα υπέροχο άσπρο δόντι μιας υγιέστατης Στοματικής Κοιλότητας. Είχα γεννηθεί εκεί και εκεί σκόπευα να φτιάξω την οικογένειά μου. Εκεί σκόπευα να γεννήσω και να μεγαλώσω εκατοντάδες παιδιά και να ζήσουμε όλοι μαζί, ευτυχισμένοι, με χαρές και ξεφαντώματα. Ώσπου μια μέρα…».

Τα δάκρυα του μικρού βακτηρίου είχαν γίνει πια σωστό ποτάμι και η κατσαρίδα ανησύχησε μη σκάσει απ’ το κακό του πριν προλάβει να της πει όλη την ιστορία.

«Και λοιπόν;», ρώτησε η κατσαρίδα ανυπόμονα.

«Αχ! Κάποια στιγμή, εκεί που έσκαβα τον κήπο του δοντιού μου για να φυτέψω λίγη διακοσμητική τερηδόνα, η Μικρή ιδιοκτήτρια της Στοματικής Κοιλότητας άρχισε να φωνάζει και να τηλεφωνεί σε κάποιον με το όνομα «Γιατρό». Εκείνος μάλλον της είπε να αρχίσει να με κυνηγά με θάλασσες χαμομηλιού και βράχους αντιβιοτικού, δεν εξηγείται αλλιώς. Εκείνη ήταν πάντα πολύ καλή ιδιοκτήτρια. Με άφηνε να κάνω ό,τι θέλω στο διαμέρισμά μου και πάντα με κερνούσε και κάνα γλυκάκι. Όμως κι εγώ… την πρόσεχα. Φρόντιζα να μην τρυπάω πολύ τους τοίχους του δοντιού που με φιλοξενούσε, ούτε και να σκάβω όπου βρω για τη διακοσμητική μου τερηδόνα, ούτε και είχα προλάβει να γεννήσω τα εκατοντάδες παιδιά μου, που, όσο να πεις, θα την ενοχλούσαν με τα κλάματα και τα χοροπηδητά τους. Αχ! Ήταν πολύ συνεργάσιμη σπιτονοικοκυρά, ως εκείνη τη μέρα…», είπε ο Βίκτωρ και ένα νέο διάφανο ποτάμι δακρύων χύθηκε από τα μάτια του.

«Και δε φαντάζομαι να σε τρόμαξε εσένα ένα τσουνάμι χαμομηλιού και μερικές ρουκέτες αντιβιοτικού, ε;», ρώτησε η κατσαρίδα που δεν έδειχνε να καταλαβαίνει την τραγωδία του Βίκτωρα.

«Όχι, γιατί να με τρομάξουν; Βέβαια, κατέστρεψαν το σπίτι μου και παρέσυραν το καθιστικό και την τραπεζαρία μου, μαζί με το σύνθετο και τον υπολογιστή, αλλά δε βαριέσαι… Οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν σε μερικές μέρες κι εγώ είπα να μετακομίσω στο διπλανό δόντι που, εντάξει, μπορεί να μην ήταν και τόσο μεγάλο, όμως σίγουρα θα μπορούσε να στεγάσει την οικογένεια και την ευτυχία μου.»

«Και γιατί δεν το ‘κανες;» ρώτησε όλο απορία η κατσαρίδα.

«Γιατί… εκείνος ο «Γιατρός» ξαναχτύπησε! Και έπεισε, τελικά, τη Μικρή σπιτονοικοκυρά μου να επισκεφτεί μια άλλη «Γιατρό» και τότε…»

Ο Βίκτωρας έκλαιγε πια με αναφιλητά. Μόλις πήρε ανάσα συνέχισε κλαίγοντας:

«Τότε η άλλη «Γιατρός» έπεισε τη Μικρή ότι θα ‘ταν σωστό να γκρεμίσει την πολυκατοικία που έμενα και να ξεριζώσει τη διακοσμητική τερηδόνα που ‘χα φυτέψει στην αυλή. Κι έτσι… μετά από δυο μέρες… κατέφθασαν τα κατεδαφιστικά μηχανήματα. Τροχοί, νυστέρια, ενέσεις, λαβίδες, τανάλιες, σωληνάκια και... σε μιάμιση ώρα… και οι δυο πολυκατοικίες που θα φιλοξενούσαν την ευτυχία μου γκρεμίστηκαν, ισοπεδώθηκαν, εξαφανίστηκαν!»

Ο Βίκτωρ πια έκλαιγε γοερά για τον ξεριζωμό του. Άτιμη προσφυγιά! Δύσκολο πράγμα να ‘σαι άστεγος και ανεπιθύμητος, να μην έχεις πού να βάλεις το κεφάλι σου και όλοι να σε κυνηγούν με μίσος. Η κατσαρίδα καταλάβαινε απόλυτα τον πόνο του. Αφού σκέφτηκε λίγο, του πρότεινε να επιστρέψει σ’ ένα άλλο δόντι της Στοματικής Κοιλότητας της Μικρής.

«Αααααχ! Δε γίνεται!», αναστέναξε όλο απελπισία ο Βίκτωρ. Η άλλοτε χαρούμενη αποικία βακτηρίων έχει μετατραπεί σε άγονη έρημο! Την περιοχή μάλιστα λυμαίνονται η αυστηρή Οδοντόβουρτσα και το αμείλικτο Στοματικό Διάλυμα! Κανένα μικρόβιο δεν τολμά πια να πλησιάσει! Οι περιπολίες τους είναι συστηματικές και αδυσώπητες! Η Μικρή είναι αποφασισμένη να πετάξει όλους τους ενοικιαστές της έξω και δεν είναι διατεθειμένη να ξανανοικιάσει κανένα δόντι της, σε κανέναν από εμάς. Οι προθέσεις της είναι κακές, πίστεψέ με. Να φανταστείς, πήγα να χωθώ στη βάση των ούλων της για να βρω καταφύγιο, αλλά ήρθε μια παλίρροια Στοματικού Διαλύματος και με παρέσυρε στη δίνη του υπονόμου. Αααααχ! Πρέπει να το πάρω απόφαση. Ξεσπιτώθηκα οριστικά! Και τώρα… τώρα να ‘μαι εδώ, μόνο, ταλαιπωρημένο, νηστικό και εντελώς χαμένο από χέρι! Αααααααχ!»

Η κατσαρίδα μάζεψε τις κεραίες της και έφυγε λυπημένη ενώ σκεφτόταν τις δικές της περιπέτειες με τους απεχθείς ανθρώπους.

28.7.11