12/4/11

Νεραϊδοδιάλογοι



Φτερά στην πλάτη, μάτια μπλε

και διάφανο το δέρμα

είχ’ η νεράιδα προχθές

που βρήκα μες στο δέμα.


Άνοιξα το πακέτο μου

γεμάτη αγωνία

-να παραλάβω ήθελα

μία σειρά βιβλία-

και πάνω στη λαχτάρα μου

να βρω το θησαυρό μου

εκεί, στο τέλος του κουτιού,

έκανα το σταυρό μου!


Μία μικρή νεράιδα

με διάφανο κορμάκι

μικρό, βελούδινο σχεδόν,

αθώο πλασματάκι

βρισκόταν ολοζάλιστη

στον πάτο του κουτιού

κι έμεινα και την κοίταζα

χωρίς καθόλου νου!


Να τη ρωτήσω σκέφτηκα

πώς βρέθηκε μπροστά μου

μα, τα υπέροχα φτερά,

έκλεψαν τη μιλιά μου.


Πριν να προλάβω να σκεφτώ,

το στόμα πριν ανοίξω,

μία φωνούλα μακρινή

μ’ έκανε να σαστίσω:


«Φυγή ζητούσα πάντοτε

από ευχές και ξόρκια

και να σταθώ επέλεξα

μόνη στα δυο μου πόδια


Και όσο κι αν σου φαίνεται

παράξενο –σε βλέπω-

η μόνη μου διέξοδος

ήταν να ταξιδεύω


Μέσο καλύτερο ουδέν

άλλο απ’ το Βιβλίο

και το ταξίδι ορκίζομαι

πως είναι μεγαλείο!


Μα κάπου εκεί στην αλλαγή

της στάσης για το Πέρα

εβρέθηκα εσώκλειστη

σε μία μπαγκαζιέρα.


Γι’ αυτό, αν θες, ελεύθερη

άσε με να πετάξω

το τέλος της διαδρομής

μονάχη μου να ψάξω.


Κι υπόσχομαι να στέλνω σου

χρυσόσκονη στον ύπνο

και όλα τα προβλήματα

εγώ να σου τα λύνω.


Μονάχα τώρα κλείσε μου

πάλι καλά τις κούτες

και με νεράιδα ποτέ

μην πεις ότι μιλούσες»


Στην τελευταία φράση της,

ωσάν υπνωτισμένη,

έκλεισα πάλι το κουτί

κι έφυγα ζαλισμένη.


Κι αν αυτά που έγραψα

σου φαίνονται αστείο…

ε, τότε σύρε κι άνοιξε

κι εσύ κάνα βιβλίο!

4.4.11