28/7/11

Η περιπέτεια του Βίκτωρα



Πάει καιρός που είχε μείνει άστεγος ο μικρός Βίκτωρ. Μέρες καθόταν δακρυσμένος στο βυθό του υπονόμου, χωρίς κανένα από τα άλλα βακτήρια, ούτε τις κατσαρίδες, ούτε τα ποντίκια που χοροπηδούσαν γύρω του να δίνει σημασία στο δράμα του. Τα δάκρυά του σχημάτιζαν μια μικρή, καθαρή λιμνούλα γύρω του, η οποία δεν αργούσε να διαλυθεί μες στα βρομόνερα. Η βαλίτσα του, κλειστή και λερωμένη, έκανε την όψη του ακόμα πιο τραγική. Αυτό το μικρό βακτήριο σίγουρα θα ήταν σε πολύ δύσκολη θέση.

Μια μέρα τον πλησίασε μια αδύνατη, καφετιά κατσαρίδα, με ευλύγιστες κεραίες. Έδειχνε να έχει συγκινηθεί πραγματικά από την άθλια όψη του Βίκτωρα και θέλησε να ακούσει την ιστορία του.

«Είχα κάνει όνειρα μεγάλα εγώ που με βλέπεις», είπε ο Βίκτωρ στην κατσαρίδα, κλαίγοντας. «Κάποτε έμενα σ’ ένα υπέροχο άσπρο δόντι μιας υγιέστατης Στοματικής Κοιλότητας. Είχα γεννηθεί εκεί και εκεί σκόπευα να φτιάξω την οικογένειά μου. Εκεί σκόπευα να γεννήσω και να μεγαλώσω εκατοντάδες παιδιά και να ζήσουμε όλοι μαζί, ευτυχισμένοι, με χαρές και ξεφαντώματα. Ώσπου μια μέρα…».

Τα δάκρυα του μικρού βακτηρίου είχαν γίνει πια σωστό ποτάμι και η κατσαρίδα ανησύχησε μη σκάσει απ’ το κακό του πριν προλάβει να της πει όλη την ιστορία.

«Και λοιπόν;», ρώτησε η κατσαρίδα ανυπόμονα.

«Αχ! Κάποια στιγμή, εκεί που έσκαβα τον κήπο του δοντιού μου για να φυτέψω λίγη διακοσμητική τερηδόνα, η Μικρή ιδιοκτήτρια της Στοματικής Κοιλότητας άρχισε να φωνάζει και να τηλεφωνεί σε κάποιον με το όνομα «Γιατρό». Εκείνος μάλλον της είπε να αρχίσει να με κυνηγά με θάλασσες χαμομηλιού και βράχους αντιβιοτικού, δεν εξηγείται αλλιώς. Εκείνη ήταν πάντα πολύ καλή ιδιοκτήτρια. Με άφηνε να κάνω ό,τι θέλω στο διαμέρισμά μου και πάντα με κερνούσε και κάνα γλυκάκι. Όμως κι εγώ… την πρόσεχα. Φρόντιζα να μην τρυπάω πολύ τους τοίχους του δοντιού που με φιλοξενούσε, ούτε και να σκάβω όπου βρω για τη διακοσμητική μου τερηδόνα, ούτε και είχα προλάβει να γεννήσω τα εκατοντάδες παιδιά μου, που, όσο να πεις, θα την ενοχλούσαν με τα κλάματα και τα χοροπηδητά τους. Αχ! Ήταν πολύ συνεργάσιμη σπιτονοικοκυρά, ως εκείνη τη μέρα…», είπε ο Βίκτωρ και ένα νέο διάφανο ποτάμι δακρύων χύθηκε από τα μάτια του.

«Και δε φαντάζομαι να σε τρόμαξε εσένα ένα τσουνάμι χαμομηλιού και μερικές ρουκέτες αντιβιοτικού, ε;», ρώτησε η κατσαρίδα που δεν έδειχνε να καταλαβαίνει την τραγωδία του Βίκτωρα.

«Όχι, γιατί να με τρομάξουν; Βέβαια, κατέστρεψαν το σπίτι μου και παρέσυραν το καθιστικό και την τραπεζαρία μου, μαζί με το σύνθετο και τον υπολογιστή, αλλά δε βαριέσαι… Οι βομβαρδισμοί σταμάτησαν σε μερικές μέρες κι εγώ είπα να μετακομίσω στο διπλανό δόντι που, εντάξει, μπορεί να μην ήταν και τόσο μεγάλο, όμως σίγουρα θα μπορούσε να στεγάσει την οικογένεια και την ευτυχία μου.»

«Και γιατί δεν το ‘κανες;» ρώτησε όλο απορία η κατσαρίδα.

«Γιατί… εκείνος ο «Γιατρός» ξαναχτύπησε! Και έπεισε, τελικά, τη Μικρή σπιτονοικοκυρά μου να επισκεφτεί μια άλλη «Γιατρό» και τότε…»

Ο Βίκτωρας έκλαιγε πια με αναφιλητά. Μόλις πήρε ανάσα συνέχισε κλαίγοντας:

«Τότε η άλλη «Γιατρός» έπεισε τη Μικρή ότι θα ‘ταν σωστό να γκρεμίσει την πολυκατοικία που έμενα και να ξεριζώσει τη διακοσμητική τερηδόνα που ‘χα φυτέψει στην αυλή. Κι έτσι… μετά από δυο μέρες… κατέφθασαν τα κατεδαφιστικά μηχανήματα. Τροχοί, νυστέρια, ενέσεις, λαβίδες, τανάλιες, σωληνάκια και... σε μιάμιση ώρα… και οι δυο πολυκατοικίες που θα φιλοξενούσαν την ευτυχία μου γκρεμίστηκαν, ισοπεδώθηκαν, εξαφανίστηκαν!»

Ο Βίκτωρ πια έκλαιγε γοερά για τον ξεριζωμό του. Άτιμη προσφυγιά! Δύσκολο πράγμα να ‘σαι άστεγος και ανεπιθύμητος, να μην έχεις πού να βάλεις το κεφάλι σου και όλοι να σε κυνηγούν με μίσος. Η κατσαρίδα καταλάβαινε απόλυτα τον πόνο του. Αφού σκέφτηκε λίγο, του πρότεινε να επιστρέψει σ’ ένα άλλο δόντι της Στοματικής Κοιλότητας της Μικρής.

«Αααααχ! Δε γίνεται!», αναστέναξε όλο απελπισία ο Βίκτωρ. Η άλλοτε χαρούμενη αποικία βακτηρίων έχει μετατραπεί σε άγονη έρημο! Την περιοχή μάλιστα λυμαίνονται η αυστηρή Οδοντόβουρτσα και το αμείλικτο Στοματικό Διάλυμα! Κανένα μικρόβιο δεν τολμά πια να πλησιάσει! Οι περιπολίες τους είναι συστηματικές και αδυσώπητες! Η Μικρή είναι αποφασισμένη να πετάξει όλους τους ενοικιαστές της έξω και δεν είναι διατεθειμένη να ξανανοικιάσει κανένα δόντι της, σε κανέναν από εμάς. Οι προθέσεις της είναι κακές, πίστεψέ με. Να φανταστείς, πήγα να χωθώ στη βάση των ούλων της για να βρω καταφύγιο, αλλά ήρθε μια παλίρροια Στοματικού Διαλύματος και με παρέσυρε στη δίνη του υπονόμου. Αααααχ! Πρέπει να το πάρω απόφαση. Ξεσπιτώθηκα οριστικά! Και τώρα… τώρα να ‘μαι εδώ, μόνο, ταλαιπωρημένο, νηστικό και εντελώς χαμένο από χέρι! Αααααααχ!»

Η κατσαρίδα μάζεψε τις κεραίες της και έφυγε λυπημένη ενώ σκεφτόταν τις δικές της περιπέτειες με τους απεχθείς ανθρώπους.

28.7.11