26/9/08

Λέξεις, φράσεις, κείμενα...


Δεν είχε πολλή δουλειά εκείνη τη μέρα. Για την ακρίβεια είχε πασχίσει να εξασφαλίσει μια ωρίτσα για να κάνει ένα μικρό διάλειμμα. Παρήγγειλε έναν καφέ σκέτο Ελληνικό και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της μπροστά, με το κεφάλι βαρύ από τις σκέψεις, να στηρίζεται στις παλάμες της και με το πόδι της να χτυπά νευρικά κάτω από το τραπέζι. Πάντα σε ετοιμότητα να πεταχτεί και να τρέξει για δουλειά. Εκείνη όμως την ώρα είχε αποφασίσει να την ξοδέψει για να χαλαρώσει λιγάκι και να βάλει το μυαλό της σε τάξη.


Ο καφές ευωδίαζε και η ζεστασιά του την έκανα να νιώθει πιο ήσυχη. Ήταν μια μυρωδιά που την είχε συνδέσει μ' εκείνον. Έκλεισε τα μάτια και συνειδητοποίησε, για μια ακόμη φορά, πόσο της έλειπε. Κάτι έπρεπε να κάνει. Η απόσταση μεταξύ τους την τσάκιζε.


Ανοίγοντας τα μάτια, το βλέμμα της έπεσε σε ένα λευκό φύλλο χαρτί. Δίπλα του, πάντα έτοιμο για δράση, το αγαπημένο της δίδυμο: μολύβι και γόμα. Της άρεσε να γράφει με μολύβι. Λάτρευε τη μυρωδιά και τον ήχο του καθώς έτρεχε πάνω στο χαρτί. Κι αυτή η γόμα! Σαν τη μάνα που ανακαλύπτει την κόρη της να ερωτοτροπεί με κάποιο νεαρό και σπεύδει να μαλώσει, να αποτρέψει, να προλάβει να μην ειπωθούν λόγια που θα μείνουν για πάντα. Χαμογέλασε με τη σκέψη της κι ανασηκώθηκε στην καρέκλα της. Όρθωσε την πλάτη και με μια γρήγορη κίνηση έσυρε προς το μέρος της το χαρτί και το μολύβι, ενώ κράτησε σφιχτά στο χέρι της τη γόμα.


Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε να του γράφει. Το χαρτί γέμιζε μαύρα σημάδια, ανοίγοντας διάπλατα στην καρδιά και τις σκέψεις της μια πόρτα που έμενε για καιρό κλειδωμένη. Λες και είχε ειπωθεί η μαγική φράση του παραμυθιού: "Σουσάμι... άνοιξε"! Η ανάγκη της για έκφραση ήταν ακατανίκητη. Μέρες την άκουγε να ουρλιάζει και να χτυπιέται στους τοίχους του γραφείου της με μια εκκωφαντική σιωπή.


Έγραφε κι έγραφε, με ταχύτητα πρωτόγνωρη. Λες και όλα ήταν μέσα της έτοιμα από καιρό και η ώρα είχε φτάσει πια για να γεννηθούν. Τα σημάδια στο χαρτί πλήθαιναν και η αγωνία της να βγάλει όλα όσα την έπνιγαν κορυφωνόταν. Ούτε ο ήχος του κινητού της δεν κατάφερε να την επαναφέρει στη ρουτίνα και την καθημερινότητά της. Παραμόνο η φωνή του κατάφερε να την ξυπνήσει, καθώς έφτανε στο αφτί της ζεστή και οικεία. Πάντα την έκανε να νιώθει τόση ασφάλεια και σιγουριά. Πολλές φορές αισθανόταν ότι κατάφερνε να επικοινωνήσει μαζί του με τη σκέψη και μόνο, αφού τα τηλεφωνήματα ή τα μηνύματά του έφταναν πάντα στην πιο κατάλληλη στιγμή, τότε που τον χρειαζόταν περισσότερο. Έτσι κι εκείνη τη στιγμή. Το μολύβι έπεσε από τα χέρια της άψυχο και η κόλλα με τα μαύρα σημάδια κρύφτηκε μέσα στη χούφτα της. Για άλλη μια φορά είχε καταδικάσει τις σκέψεις της σε σιωπή.


Πέρασαν δυο χρόνια. Οι ζωές τους χωριστές. Τα καλώδια δεν μπόρεσαν να εκμηδενίσουν την απόσταση και τις φλύαρες σιωπές. Ούτε τηλέφωνα, ούτε email, ούτε γράμματα. Καμιά προσπάθεια για επικοινωνία, παρόλο που, πολλές φορές, ένιωθε τον εαυτό της να το επιθυμεί διακαώς. Θα είχε αφήσει οριστικά πίσω της αυτό το κομμάτι της ζωής της, αν δε βρισκόταν ένα στραπατσαρισμένο χαρτί με μαύρα σημάδια κραυγές να τσαλακώσει τη θέλησή της να τα ξεχάσει όλα. Στη θέα του παλιού γράμματος που βρέθηκε στον πάτο ενός συρταριού της η ανάμνηση εκείνου που τόσο αγαπούσε ζωντάνεψε.


Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσάντα της με βιαστικές, ταραγμένες κινήσεις, ενώ έσφιγγε στη χούφτα της το παλιό γράμμα που δεν είχε σταλεί ποτέ. Σχημάτισε ανυπόμονα τον αριθμό. Φυσικά δε χρειαζόταν προσπάθεια για να τον θυμηθεί. Τα δάχτυλά της τον ήξεραν πια απ’ έξω. Τα δευτερόλεπτα της αναμονής τής φάνηκαν αιώνας. Ώσπου ο χρόνος σταμάτησε σε ένα ζεστό, οικείο, ασφαλές «Παρακαλώ»…


*Υπαίτιες για την παραγωγή του παραπάνω οι λέξεις με τα έντονα γράμματα.

19/9/08

Πρό(σ)κληση από το Γιώργο

Είχαν περάσει πολλά χρόνια. Είχε κι η ίδια ξεχάσει ότι υπάρχει αυτό το ξύλινο κουτί μέσα στο συρτάρι της. Κάποτε το φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού. Τώρα, ο θησαυρός είχε πια ξεχαστεί. Μα, γιατί άνοιξε εκείνο το συρτάρι; Απ’ την ταραχή της ξέχασε το λόγο που την ανάγκασε να ξαναφέρει στη μνήμη της αυτή την ιστορία. Πήρε το κουτί και το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια. Τα κιτρινισμένα γράμματα έφεραν ένα αδιόρατο χαμόγελο στο γερασμένο πρόσωπό της. Ο φθοροποιός χρόνος είχε προλάβει να αφήσει πάνω της τα σημάδια του.

Άνοιξε το πρώτο γράμμα και άρχισε να διαβάζει. Οικείος και αγαπημένος γραφικός χαρακτήρας. Γράμματα όμορφα, μικρά, πλαγιαστά με ουρίτσες. Λέξεις γραμμένες με αγάπη. Άλλοτε με ταραχή. Κάποιες φορές με πόνο ή νοσταλγία. Γράμματα που μαρτυρούσαν ένα μεγάλο, αδυσώπητο έρωτα.

Θυμήθηκε τα νιάτα της. Το πατρικό της, τη γειτονιά της, εκείνον, τα βλέμματά τους, το καρδιοχτύπι της στα πρώτα χάδια, τα όνειρα που έκαναν ότι θα ζούσαν μαζί, τα δάκρυά της όταν της ανακοίνωσε πως πρέπει να φύγει... Αυτά τα γράμματα ήταν η μόνη της παρηγοριά, τα πρώτα χρόνια της μοναξιάς της. Όμως, η μοναξιά δε δέχεται κανενός είδους παρηγοριά ή παρέα. Έρχεται και επιβάλλεται αυστηρά, απόλυτα, αδυσώπητα. Έτσι, σταδιακά, τα γράμματα ελαττώθηκαν, ώσπου, τελικά, έπαψαν οριστικά να έρχονται.

Η επικοινωνία τους διακόπηκε. Η ζωή της όμως συνεχίστηκε, όπως και τα αισθήματά της για εκείνον. Για πολλά χρόνια ζούσε περιμένοντας ο ταχυδρόμος να φέρει κάποιο νέο του. Μια ένδειξη ότι τη θυμάται και μια υπόσχεση ότι θα γυρίσει πίσω. Διάβαζε τα γράμματά του ξανά και ξανά, ώσπου η λήθη στέγνωσε και τα τελευταία δάκρυα. Τότε τα γράμματα μπήκαν σ’ αυτό το ξύλινο κουτί και κρύφτηκαν καλά σ’ εκείνο το συρτάρι, ώστε κανένα χέρι να μην μπορεί να σκαλίσει παλιά τραύματα.

Προσπάθησε να θυμηθεί το λόγο για τον οποίο είχε ανοίξει εκείνο το συρτάρι. Το μυαλό της όμως ταξίδευε πίσω. Σκεφτόταν τι θα είχε συμβεί αν εκείνος δεν έφευγε. Πώς να ήταν άραγε η ζωή της; Τι θα είχε χάσει; Τι θα είχε κερδίσει;

Το ταξίδι του ονείρου διακόπηκε από μια παιδική φωνούλα και ένα σφιχτό αγκάλιασμα.

-Έλα, επιτέλους, γιαγιά! Υποσχέθηκες πως θα πάμε! Βιάσου, πριν σκοτεινιάσει!

Ναι, θυμήθηκε. Το καλό της σάλι ήθελε, για να πάει το παιδί στην παιδική χαρά.


Σημείωση:
Ο Γιώργος με προ(σ)κάλεσε να παίξω σ' αυτό το παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να φτιάξω ένα κείμενο με τις πέντε λέξεις που εδώ είναι σημειωμένες με μπλε γράμματα. Τον ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση αυτή! Μ' άρεσε το παιχνίδι, παρόλο που με δυσκόλεψε αρκετά... :)

12.3.07


9/9/08

Λίμερικ με φανταστικά διώνυμα


Ένα παπούτσι από παγωτό
έτυχε μια μέρα στο δρόμο να δω.
Περπατούσε με καμάρι
και φορούσ' ένα φουλάρι,
το παπούτσι το γλυκό!

Απόψε κάλεσα σε δείπνο το φεγγάρι
να κατεβεί και θέση στο τραπέζι μου να πάρει.
Να το ρωτήσω θέλησα, να μάθω
τι βλέπει μοναχό του από ΄κεί πάνω,
τι το τρομάζει κι έτσι χλομό φεγγοβολάει...

Χάραξε το ξημέρωμα και πάλι
μ' αρώματα πολλά και κάλλη.
Το σέλινο πρασίνιζε
κι ο τζίτζικας τζιτζίριζε.
Εκείνο το ξημέρωμα είχε μεγάλη χάρη.

Ένα ψάρι σκέφτηκε ταξίδι ν' αρχινήσει
κι όλη την πλάση ήθελε να την εξερευνήσει.
Για μέσο μεταφορικό διάλεξε ένα φύλλο
και τον αέρα σύμμαχο έκανε μα και φίλο.
Το ψάρι το φιλόδοξο ταξίδι έχει αρχίσει...


7/2/2008, διώνυμα που προτάθηκαν από τους μαθητές μου

6/9/08

Φτιάχνουμε λίμερικ;

Ένα κρύο βράδυ του Φεβρουαρίου ο Σωτήρης μού ζήτησε να τον βοηθήσω σε ένα φύλλο εργασίας για τα παιδιά του. Ήθελε να διδάξει διεπιστημονικά τα μοτίβα.
-Τι σου 'ρχεται στο μυαλό όταν ακούς ΜΟΤΙΒΑ και ΡΟΝΤΑΡΙ; με ρώτησε γνωρίζοντας καλά ότι η τελευταία λέξη ήταν το κλειδί της υπόθεσης. Μόνο έτσι θα με έπειθε νυχτιάτικα να του φτιάξω φύλλο εργασίας! :):)
-Ένα πράγμα μόνο μπορώ να σκεφτώ: Λίμερικ!
-Πολύ ωραία! Φτιάξε ένα φύλλο εργασίας εσύ κι εγώ θα αναλάβω τα δύσκολα.
-Μα, δεν έχω φτιάξει ποτέ πριν φύλλο εργασίας!!!
-Έλα, φτιάξε ένα, σε παρακαλώ, έχω πολλή δουλειά και θα με βοηθήσεις απίστευτα.

Τι να 'κανα; Ένα... κουλουράκι το έχουμε. Είπα ένα "Ο Θεός να βάλει το χέρι του", που αργότερα αποτέλεσε και... τίτλο του εγγράφου και ξεκίνησα. Οι οδηγίες απευθύνονταν σε παιδιά Δ' τάξης και ήταν οι εξής:


Θέλετε να γράψουμε ποιήματα; Ελάτε, είναι απλό! Δε χρειάζονται πολλές γνώσεις, ούτε θα βραβευτούμε γι’ αυτά. Μόνο να διασκεδάσουμε με ένα λεκτικό μοτίβο. Ελάτε να φτιάξουμε λίμερικ, δηλαδή μικρά ποιηματάκια με ή χωρίς νόημα.

Τι πρέπει να γνωρίζουμε για το λίμερικ.

Συνήθως αποτελείται από πέντε στίχους. Ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος, ο δεύτερος και ο πέμπτος στίχος μεταξύ τους και ο τρίτος με τον τέταρτο.

Ο πρώτος στίχος μάς λέει ποιος είναι ο πρωταγωνιστής της ποιητικής μας ιστορίας, δηλαδή στον πρώτο στίχο δηλώνεται το Υποκείμενο (Ποιος;).

Ο δεύτερος στίχος μάς πληροφορεί για την ιδιότητα του πρωταγωνιστή, δηλαδή αποτελεί το Κατηγόρημα.

Ο τρίτος και τέταρτος στίχος μάς λέει τι έκανε ο πρωταγωνιστής ή τι είπε ο κόσμος γι’ αυτή του την πράξη. Λύνεται, με άλλα λόγια, το κατηγόρημα του δεύτερου στίχου.

Ο πέμπτος στίχος είναι αφιερωμένος στο τελικό επίθετο που χαρακτηρίζει τον πρωταγωνιστή.

Δύο παραδείγματα λίμερικ:

Ποιος; Ένα παιδί από την Παλλήνη

Ιδιότητα; τρελαινόταν να παίζει με πλαστελίνη

Τι έκανε; παντού, όπου κι αν πήγαινε

Τι έκανε; για πλαστελίνη μίλαγε

Επίθετο; το ταλαντούχο παιδί απ’ την Παλλήνη


Ποιος; Ζούσε ένας ποντικός στο μεγάλο πύργο

Ιδιότητα; δυο παπούτσια φόραγε κι ένα σκούφο τρύπιο

Τι έκαναν οι άλλοι; οι γάτες τον κορόιδευαν κάθε που τον θωρούσαν

Τι έκαναν οι άλλοι; κουδούνια δυο του φόραγαν όταν τον συναντούσαν

Επίθετο; του καημένου ποντικού που θα ‘θελα για φίλο


Τι λέτε; Δοκιμάζετε κι εσείς; Προσπαθήστε να φτιάξετε λεκτικά μοτίβα (λίμερικ) με τα παρακάτω ζευγάρια λέξεων:

  • κάλτσα - πάστα
  • Πέρσες - Σπαρτιάτες
  • Περικλής - Αθήνα
  • Τώρα φτιάξτε ένα λίμερικ με όποιες λέξεις εσείς θέλετε!

-Πάρε και τις λύσεις, μην κολλήσουν και με βρίζεις μετά, είπα στο Σωτήρη.


Ήτανε κάποτε μια πάστα
Που αγαπούσε μία κάλτσα
Το ‘σκαγε απ’ το ψυγείο
Κι έτρεχε στο κομοδίνο
Αυτή η γλυκιά πάστα


Ήρθανε Πέρσες μυριάδες
Μ’ αντικρίσαν τους Σπαρτιάτες
Κι εκεί δα στις Θερμοπύλες
Μείνανε γυναίκες χήρες
Αδίστακτοι Πέρσες βασιλιάδες


Ο Περικλής εκπρόσωπος είν’ του Χρυσού αιώνα
Κι η Αθήνα κόσμημα έχει τον Παρθενώνα
Γνωστός στα πέρατα της γης
Ο ελληνικής καταγωγής
Πανέξυπνος ηγέτης, δοξάζεται ακόμα


Τα παιδιά μου αρχικά αρνήθηκαν να προσπαθήσουν, ώσπου προημερών, τους έδωσα φωτοτυπημένα τα λίμερικ που βρήκα στο blog του Γιάννη Ευθυμιάδη. Αυτό ήταν! Ξεκίνησαν να δημιουργούν και... το απολαμβάνουμε!!! :):):):):)