12/9/09

Περί φιλίας...


Πολλές φορές, ο αφελής, έδωσα ευκαιρία
να με κατασπαράξουνε τα άγρια θηρία.
Κάθε φορά και πιο πολύ η ήττα με πονούσε
και η καρδιά να τραγουδά είπε θα σταματούσε.

Κι εκεί που απελπίστηκα κι είπα: "Θα μείνω μόνος",
έρχεται η παρηγοριά και γλύκανε ο πόνος!
Ένα χεράκι μαγικό άγγιξε τα μαλλιά μου
κι η ζέστη της καρδούλας της άνοιξε τα φτερά μου!

Φίλη καλή και μπιστική ήρθε απ' τα ουράνια
και πήρε χρώμα, ξαφνικά, μέσα η καρδιά μου η άδεια.
Μέρεψα, αναθάρρησα, έδειξα εμπιστοσύνη
και είδα πως τα δώρα μου, πίσω ξαναγυρίζει!

Με πίστη κι αφοσίωση, μ' αγάπη και συμπάθεια,
επήραν φως και έλαμψαν φιλίας μονοπάτια.
Ο ένας για τον άλλονε πίστη κι αυτοθυσία
επέδειξε για μια ζωή χωρίς διαμαρτυρία.

Σ' όλους, λοιπόν, να ευχηθώ μες στη ζωή ετούτη
να κάμουν φίλους να τιμούν για να 'ναι μες στα πλούτη.
Γιατί... "όποιος μετρά με την καρδιά, φτωχός δε θ' απομείνει
μα κι ούτε πρόκειται ποτέ αμοναχός να μείνει".
(webzobbie)

10/6/09

Το διάφανο ανθρωπάκι


Πήγαινε καιρός που δεν ήταν στις καλές της. Τις περισσότερες μέρες της βδομάδας τα μάτια της ήταν θλιμμένα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει το λόγο... Βαθιά όμως μέσα της τον ήξερε καλά.

Εκείνο το απόγευμα είχε αποφασίσει να μην κάνει τίποτα. Να μείνει σπίτι της και να μην ασχοληθεί με τίποτα. Ούτε βόλτα θα πήγαινε, ούτε στη φίλη της για καφέ, ούτε γυμναστήριο, ούτε σινεμά. Είχε αποφασίσει να μείνει μόνη και ν' ακούσει τη σιωπή της.

Άναψε μερικά κεράκια -λάτρευε τα κεριά!- έβαλε ένα ποτό, πήρε ένα βιβλίο και έκατσε στον καναπέ. Ούτε που άνοιξε το βιβλίο που είχε διαλέξει. Το ποτό έμεινε κι αυτό μόνο του δίπλα της στο τραπεζάκι κι εκείνη βρέθηκε κουλουριασμένη στον καναπέ, αγκαλιά μ' ένα τεράστιο αρκούδο.

Τότε ήταν που εμφανίστηκε αυτό το περίεργο, διάφανο ανθρωπάκι.

-Καλησπέρα! της είπε.
-Ποιος μίλησε; ρώτησε ξαφνιασμένη.
-Εγώ! Εδώ... πού κοιτάς; επανέλαβε η φωνούλα.
-Πού είσαι, επιτέλους; ρώτησε πάλι κάπως τρομαγμένη.
-Εδώ, πάνω στον αρκούδο σου! Με είδες τώρα;
-Α! Τι είσαι εσύ; θαύμασε απορημένη.
-Ε, καλά... Τώρα θα μου πεις ότι δεν ξέρεις τι είμαι!
-...
-Τι κάνεις τόση ώρα;
-Κλαίω... ψιθύρισε ντροπαλά.
-Μήπως τώρα, λοιπόν, ξέρεις τι είμαι; Με αναγνωρίζεις;
-...
-Δάκρυ είμαι, ανόητη, δάκρυ!
-Μα, τα δάκρυα δε μιλάνε... είπε δειλά.

Το δακράκι γέλασε και της απάντησε:

-Δε μιλάνε; Τι ανόητη που είσαι! Φυσικά και μιλάνε! Όχι μόνο μιλάνε, αλλά φωνάζουν, παρακαλούν, ζητάνε, χαίρονται, γελάνε, λυπούνται, τρομάζουν, πονούν... Και μάλιστα όλα αυτά τα συναισθήματα τα εκφράζουν πιο ξεκάθαρα από τις λέξεις και τόσο δυνατά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς να τα ακούσει. Άκου εκεί "δε μιλάνε..."!
-Και από μένα τι θες; Μάθημα ήρθες να μου κάνεις; ανέβασε τον τόνο της φωνής της.
-Όχι. Απλά τόσες μέρες με καταπιέζεις και δε μ' αφήνεις να βγω και να 'ρθω να σου μιλήσω.
-Και σαν τι θες να μου πεις; Δεν έχω όρεξη να ακούσω τίποτα. Είχα αποφασίσει να μείνω μόνη μου απόψε...
-Για πρόσεχε πώς μου μιλάς, σε παρακαλώ! Δε φτάνει που βγήκα από μέσα σου για να σε κάνω να νιώσεις καλύτερα, θα με μαλώσεις κι από πάνω; Και στο κάτω κάτω, ξεχνάς από πού προέρχομαι; Αυτά τα "είχα αποφασίσει να μείνω μόνη μου απόψε" να τα πεις αλλού, όχι σε μένα! είπε το δακράκι θυμωμένο και εκείνη κουλουριάστηκε πιο πολύ στον καναπέ της.

Καταλάβαινε πως το διάφανο ανθρωπάκι είχε δίκιο και ότι, μάλλον, δεν θα 'πρεπε να διώχνει τον... ουρανοκατέβατο φύλακά της. Έτσι, σταμάτησε να μιλάει και το άφησε να πει το λόγο της επίσκεψής του.

Το άκουγε με προσοχή ενώ κι άλλα διάφανα ανθρωπάκια, αθόρυβα και βουβά, εμφανίστηκαν και χόρευαν μπροστά στα μάτια της. Ό,τι άκουσε το δακράκι να λέει, τα ήξερε πολύ καλά, όμως αρνιόταν να τα παραδεχτεί. Τελειώνοντας όσα είχε να πει το διάφανο ανθρωπάκι κύλησε και τρύπωσε μέσα στην καφετιά γούνα του αρκούδου. Ούτε το ξανάδε ποτέ. Μερικά ακόμα διάφανα ανθρωπάκια κρύφτηκαν μέσα στη γούνα του αρκούδου, άλλα στην πιτζάμα της, άλλα στα μαξιλάρια που στήριζαν το κεφάλι της... Και τότε ένιωσε μια γλυκιά νύστα να την τυλίγει και να βαραίνει τα βλέφαρά της.

Όταν ξύπνησε δεν υπήρχαν πουθενά διάφανα ανθρωπάκια. Δεν ήταν καθόλου σίγουρη αν όλα αυτά συνέβησαν στην πραγματικότητα ή αν ήταν μόνο ένα όνειρο. Όμως για ένα πράγμα ήταν βέβαιη: ότι τα δάκρυα εκφράζουν όλα τα συναισθήματα πιο ξεκάθαρα από τις λέξεις και τόσο δυνατά, ακόμα κι όταν δεν υπάρχει κανείς να τα ακούσει...

21/5/09

Πρό(σ)κληση από το Μάρκο

Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μες στο μεγάλο δάσος, ζούσε ένα μικρό, συμπαθητικό κι αξιαγάπητο αρκουδάκι. Του άρεσε να παίζει όλη μέρα ξυπόλητο και να κάνει ποδήλατο και πατίνι με τους φίλους του. Επίσης τρελαινόταν να τρώει γλυκά˙ μελόπιτες, τούρτες, καραμέλες και σοκολάτες. Λιχούδικο όπως ήταν καταβρόχθιζε τεράστιες ποσότητες γλυκών κι έπειτα, χόρταινε και δεν μπορούσε να φάει το φαγητό του.

Το αρκουδάκι αυτό είχε ένα παππού, σοφό. Δάσκαλο μεγάλο και τρανό. Καθωσπρέπει, με ευγενικούς τρόπους, ντυμένο με κοστούμι και παπιγιόν. «Φόρεσε, επιτέλους, τα υποδήματά σου!» φώναζε στο αρκουδάκι που ποτέ δεν τον άκουγε και όλο έτρεχε ξυπόλητο μέσα στο δάσος. «Θα πατήσεις κανένα αγκάθι και θα τρέχουμε στο γιατρό», επέμενε ο παππούς, μα το αρκουδάκι δεν άκουγε. «Σταμάτα να τρως συνεχώς γλυκά! Θα πάθεις δηλητηρίαση τρώγοντας αυτές τις έωλες λιχουδιές! Έλα στο τραπέζι! Η καλομοίρα η μητέρα σου έφτιαξε πεντανόστιμο και υγιεινό μουσακά!» Τίποτα. Το αρκουδάκι το χαβά του. «Άνοιξε, βρε παιδάκι μου, κανένα βιβλίο! Πιάσε κανένα χαρτί και κανένα κονδυλοφόρο! Πρέπει να μάθεις γράμματα, να μορφωθείς! Πώς θα βγεις, αύριο μεθαύριο, στην κοινωνία του δάσους; Πώς θα μπορέσεις να μιλήσεις, να συνεννοηθείς, να πείσεις; Έτσι; Τα επιχειρήματά σου θα είναι έωλα και κανείς δε θα σε παίρνει στα σοβαρά, αν δε διαθέτεις μόρφωση.», επέμενε ο παππούς, αλλά άδικα έχανε τον καιρό του.

Το αρκουδάκι ευχαριστιόταν παιχνίδι και ξεγνοιασιά και ούτε λόγος για σχολείο και διάβασμα. Σιγά μην άφηνε τον ήλιο και τις σκανταλιές για να κλειστεί μέσα και να σκοτίζει το μυαλουδάκι του με γραμματική και γεωμετρία!

Ένα πρωινό όμως, ενώ το αρκουδάκι έκανε πατίνι, ένα μεγάλο βελανίδι βρέθηκε μπροστά από τον τροχό και να σου το αρκουδάκι φαρδύ πλατύ κάτω να κλαίει και να χτυπιέται από τον πόνο! Λαχανιασμένοι έφτασαν εκεί η μαμά και ο παππούς του και έτρεξαν το αρκουδάκι γρήγορα στο γιατρό. «Διάστρεμμα, μικρέ μου ταραξία» είπε εκείνος και έδεσε το χέρι του περίλυπου αρκούδου σ’ ένα μαντίλι. «Θα πρέπει να μείνεις αρκετές μέρες μέσα, έχοντας πάντα το χέρι σου περασμένο στο μαντίλι. Και μακριά από σκαρφαλώματα, κυνηγητά, πατίνια και ποδήλατα, κατάλαβες;». «Και τι θα κάνω τόσες μέρες μέσα;» κλαψούρισε το αρκουδάκι. «Ευκαιρία να διαβάσουμε καμιά ιστορία και να φας κανένα φαγητό της προκοπής», είπε η μαμά του χαμογελώντας. Κατάλαβε ότι το τραύμα δεν ήταν σοβαρό, όμως ήταν ικανό να κάνει το καμάρι της να μείνει στο σπίτι φρόνιμο για κάμποσες μέρες.

Το αρκουδάκι έφυγε από το ιατρείο σκεφτικό και στενοχωρημένο. Ήταν βέβαιο ότι εκτός από τον πόνο του χεριού του, θα έπρεπε να υποστεί και τον παππού του να του λέει ιστορίες μιλώντας, πολλές φορές, ακαταλαβίστικα. Από την άλλη, σκεφτόταν πως μάλλον θα έπρεπε να στερηθεί τις λιχουδιές που τόσο αγαπούσε και η θλίψη του μεγάλωνε.

Τελικά τα πράγματα δεν ήταν και τόσο τραγικά. Το αρκουδάκι δοκίμασε για πρώτη, ίσως, φορά στη ζωή του να φάει ζεστό φαγητό, αντί για ένα σωρό ανθυγιεινές λιχουδιές. Βρήκε μάλιστα το μουσακά της μαμάς του καταπληκτικό! Επίσης άκουσε με δέος τις ιστορίες του παππού του για τους φοβερούς και τρομερούς ανθρώπους που κάνουν επιδρομές στα δάση, κόβουν ξύλα, καίνε δέντρα, σκοτώνουν αρκούδες για χόμπι και αποφάσισε να γίνει… δικηγόρος των αρκούδων. Μάλιστα! Ο μικρός ταραξίας που άλλο δεν είχε στο νου του από τις βόλτες, τις σκανταλιές και… τις μελόπιτες, συγκινήθηκε από το δράμα των προγόνων του και θέλησε να υπερασπιστεί τα δίκαια του είδους του.

Ο παππούς του δεν πίστευε στ’ αφτιά του, ακούγοντας το αρκουδάκι με σοβαρό ύφος να δηλώνει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για το μέλλον. Εντυπωσιάστηκε, μάλιστα, περισσότερο, όταν είδε τον εγγονό του να αλλάζει τρόπο ζωής και να ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μόρφωσή του.

Σε λίγο καιρό ο μικρός ταραξίας με τα κυνηγητά και τα πατίνια μετατράπηκε σε ένα μελετηρό και συνετό αρκουδάκι, με τρομερή ικανότητα λόγου. Μεγαλώνοντας έγινε ένας λαμπρός δικηγόρος που υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των αρκούδων με θάρρος και βάσιμα επιχειρήματα. Κατάφερε μάλιστα να πείσει πολλούς ανθρώπους να εγκαταλείψουν το κυνήγι αρκούδων και να σταματήσουν την καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος. Έτσι, έγινε διάσημο σ’ όλο τον κόσμο και παράδειγμα μίμησης για τα άλλα αρκουδάκια.


Σημείωση: Το συγκεκριμένο ποστ ήταν απάντηση στην πρό(σ)κληση του Μάρκου για να παίξω στο γνωστό παιχνίδι κατά το οποίο παίρνουμε 5 λέξεις και τους αλλάζουμε τα φώτα... εεε... εννοώ... γράφουμε μια ιστορία! Το κειμενάκι κατάντησε ΠΑΛΙ δασκαλίστικο, αλλά τι να κάνουμε; Θα μου περάσει! :):):)


14.3.07


12/5/09

Η ποντικίνα και ο ήλιος

Διασκευή του λαϊκού παραμυθιού
"Ο ποντικός και η θυγατέρα του"
από τα παιδιά της Δ' Δημοτικού Αυλιωτών (2006-2007)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ποντικός που είχε μια θυγατέρα πολύ όμορφη. Ήθελε να την παντρέψει, όμως δεν ήθελε να τη δώσει σε ποντικό. Αναζητούσε ένα ξεχωριστό γαμπρό για την κόρη του, επειδή κι εκείνη ήταν ξεχωριστή. Η ποντικίνα ήταν μικρόσωμη, με δυο μικρά γκριζωπά αφτάκια και μια χαριτωμένη ουρά που την κουνούσε συνεχώς ναζιάρικα.



Ο γερο-ποντικός τριγυρνούσε εδώ κι εκεί βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο βοριάς περνώντας από ‘κεί κοντά τον καλημέρισε. Τότε ο ποντικός σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε ένα σύννεφο με φουσκωμένα μάγουλα.

-Καλημέρα κυρ βοριά! έκανε ο ποντικός.

-Καλημέρα κυρ ποντικέ! Σε παρακολουθώ εδώ και ώρα και σε βλέπω πολύ σκεφτικό και προβληματισμένο. Τι συμβαίνει;

-Να, κυρ βοριά, μέρες ψάχνω να βρω τον καταλληλότερο γαμπρό για την κόρη μου. Είναι πολύ όμορφη, ξέρεις, και ψάχνω να βρω τον ιδανικό σύζυγο γι’ αυτήν.

-Αχ, κυρ ποντικέ μου! Νομίζω πως είσαι ο πιο τυχερός ποντικός στον κόσμο. Σήμερα το πρωί, καθώς περνούσα από το κάστρο, πέρα μακριά, είδα το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου!



Αυτός που είχε περιγράψει ο βοριάς με τόσο όμορφες λέξεις ήταν ο ήλιος.

-Σύρε στο παλάτι του και μίλησέ του, πρότεινε ο βοριάς στον ποντικό.

-Αχ! βοριά μου, να ‘ξερες τι χαρά μου δίνεις!

-Θα φυσήξω να ‘ρθει ένα σύννεφο. Άμαξα θα γίνει για σένα ποντικέ, για να σε πάει στο όμορφο παλάτι του ήλιου.

Το σύννεφο δεν άργησε να έρθει και μια και δυο ο ποντικός βρέθηκε στη ράχη του να ταξιδεύει.



Το βράδυ ο ποντικός έφτασε στο παλάτι του ήλιου. Χτύπησε την πόρτα και στο άνοιγμά της το δυνατό φως του οικοδεσπότη τον τύφλωσε.

-Γεια σου, μικροσκοπικέ μου φίλε! είπε ο ήλιος. Πώς μπορώ να σου φανώ χρήσιμος;

-Να, ήλιε μου, εδώ και καιρό ψάχνω ένα σύζυγο αντάξιο της ομορφιάς της κόρης μου και άλλον πιο λαμπερό, πιο όμορφο και πιο δυνατό από σένα, δε βρήκα όσο κι αν παιδεύτηκα.

Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο ήλιος τα ‘χασε και τοκίτρινο χρώμα του μετατράπηκε σε… πορτοκαλί!



Όμως γρήγορα συνήλθε και είπε στον ποντικό:


-Άμα είναι έτσι όπως τα λες, φέρε μου την κόρη σου να τη δω και τότε, αμέσως, θα κανονίσουμε την ημερομηνία του γάμου. Νομίζω ότι είναι η ώρα μου να παντρευτώ. Τόσα χρόνια γυρίζω μοναχός μου στον ατέλειωτο γαλάζιο ουρανό.

Ο ποντικός πέταξε απ’ τη χαρά του ακούγοντας τα λόγια του ήλιου. Πήδηξε βιαστικά σ’ ένα σύννεφο και κατέβηκε στη γη για να πει τα ευχάριστα νέα στη θυγατέρα του. Εκείνη τον άκουσε σκεφτική. Θεωρούσε αταίριαστο ένα τέτοιο γάμο. Παρ’ όλ’ αυτά, η επιμονή του πατέρα της την έκανε να πειστεί και να δεχτεί να συναντήσει τον ήλιο στο παλάτι του.



Τελικά ο γάμος έγινε και η τελετή ήταν πολύ λαμπερή, όπως θα ταίριαζε στους δυο συζύγους. Τα σύννεφα έγιναν σκαλιά για να ανεβεί η νύφη στον ουρανό, τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα και τα δέντρα πρόσφεραν τη σκιά τους, κάτω από την οποία στήθηκε τρικούβερτο γλέντι για τους καλεσμένους. Οι ποντικοί φούσκωναν από την περηφάνια τους. Μια ποντικίνα παντρεύεται με τον ήλιο! Όρθιοι στη σειρά κοιτούσαν χαμογελαστοί, με θαυμασμό το ζευγάρι.



Ο χρόνος κυλούσε, όμως η ποντικίνα δεν ήταν ευχαριστημένη από το γάμο της. Έτσι, ζήτησε από τον ήλιο να πάει να δει τον πατέρα της που της είχε λείψει πάρα πολύ. Ο ήλιος την άφησε και η ποντικίνα μ’ ένα σύννεφο κατέβηκε στη γη κι έτρεξε στο πατρικό της.

Ο πατέρας της την είδε λυπημένη μπροστά του και ξαφνιάστηκε πολύ.

-Τι συμβαίνει, κόρη μου; Τι θέλεις τέτοια ώρα εδώ και γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένη; ρώτησε ο ποντικός.

-Να, πατέρα μου, απάντησε εκείνη, δεν τα πάμε πολύ καλά με τον ήλιο. Όλη μέρα λείπει από το σπίτι κι εγώ μένω ατελείωτες ώρες μονάχη. Όταν επιστρέφει το βράδυ, εγώ ξυπνώ από τη λάμψη του, ενώ εκείνος κοιμάται του καλού καιρού ροχαλίζοντας. Επίσης, πατέρα, συνέχισε η ποντικίνα, συχνά τσακωνόμαστε και για το θέμα του φαγητού. Εγώ μόνο τυρί ξέρω να μαγειρεύω! Μα μόλις πλησιάζω το πιάτο κοντά στον άντρα μου, το τυρί λιώνει και η γκρίνια του είναι ανυπόφορη. Άσε που δεν μπορώ να αφήσω το σπίτι ασυγύριστο ούτε στιγμή! Βλέπει τα πάντα με το φως του και μου φωνάζει. Αχ, πατέρα, δεν αντέχω άλλο κοντά του!



Ο ποντικός που τόση ώρα άκουγε στενοχωρημένος πρότεινε στην κόρη του:

-Μπορείς να μείνεις για λίγο καιρό μαζί μου, μέχρι να δούμε τι θα γίνει.

Η ποντικίνα χάρηκε και ανακουφίστηκε από την πρόταση του πατέρα της. Έτσι, αποφάσισε να μείνει για λίγες μέρες κοντά του και να σκεφτεί τι θα γίνει με τον ήλιο.


Πέρασαν μερικές μέρες και η ποντικίνα φαινόταν να έχει ξεχάσει τα προβλήματά της. Η ζωή της είχε γίνει λίγο πιο χαρούμενη στο μικρό χωριό κάτω από τη γη.

Ένα μεσημέρι η ποντικίνα σιδέρωνε μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού της. Ξαφνικά άκουσε ξέπνοα βογκητά να έρχονται από το δρόμο. Βγήκε έξω τρομαγμένη και αντίκρισε ένα τραυματισμένο ποντικό. Πλησίασε, τον βοήθησε να σηκωθεί και τον πήρε μέσα στο σπίτι για να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Του έδεσε προσεχτικά το πόδι και τον άφησε στο κρεβάτι της να ξεκουραστεί. Ώσπου εκείνος να ξυπνήσει, η ποντικίνα τού ετοίμασε τυρόσουπα για να τον περιποιηθεί.

Όταν ο ποντικός άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε την ποντικίνα να του χαμογελά.

-Πού βρίσκομαι; Ποια είσαι εσύ και τι συνέβη; ρώτησε ο ποντικός.

-Μη φοβάσαι, τον καθησύχασε η ποντικίνα. Σε βρήκα στο δρόμο έξω χτυπημένο και σ’ έφερα εδώ για να σε φροντίσω.

Ο ποντικός καθώς κοίταζε στην ποντικίνα διέκρινε μια λάμψη στα μάτια της και μια καλοσύνη. Της εξήγησε πως μια αγριόγατα ήταν η αιτία του τραυματισμού του και την ευχαρίστησε για τη βοήθεια που του πρόσφερε αλλά και για τη φιλοξενία.

Σε λίγη ώρα ο ποντικός ένιωθε πολύ καλύτερα και η κουβέντα τους με την ποντικίνα συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Σαν έμαθε για το γάμο της με τον ήλιο και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε λυπήθηκε και θύμωσε ταυτόχρονα.

Το βραδάκι ο γερο-ποντικός επέστρεψε στο σπίτι και η θυγατέρα του του εξήγησε πώς βρέθηκε εκεί ο τραυματισμένος νεαρός. Η κουβέντα ανάμεσα στα ποντικάκια μας συνεχίστηκε και ο γερο-ποντικός διαπίστωνε, όσο περνούσε η ώρα και πιο πολύ , ότι η παρέα του νεαρού ποντικού ευχαριστούσε ιδιαίτερα τη θυγατέρα του.

Η ώρα είχε περάσει αρκετά και ο γερο-ποντικός με την κόρη του άφησαν τον τραυματία να ξεκουραστεί. Εκεί, στο διπλανό δωμάτιο, ο πατέρας είπε στην κόρη του:

-Μπράβο, κόρη μου! σήμερα βοήθησες κάποιον που είχε πραγματικά ανάγκη.

-Το ξέρω, πατέρα, έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου, απάντησε ντροπαλά η ποντικίνα.

-Από την κουβέντα μαζί του κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα σωστό και αντρειωμένο ποντικό. Παρατήρησα μάλιστα, συνέχισε ο ποντικός, ότι σου κάνει καλό η παρέα του.

Τα μάγουλα της ποντικίνας κοκκίνισαν σαν τριαντάφυλλα, αλλά δε μίλησε.



Πέρασαν μερικές μέρες και ο τραυματισμένος ποντικός έγινε εντελώς καλά. Έφτασε όμως κι η ώρα που η ποντικίνα έπρεπε να γυρίσει στον ήλιο. Ετοίμαζε τα πράγματά της λυπημένη, ώσπου ο ποντικός χτύπησε την πόρτα του δωματίου της και μπήκε μέσα.

-Βλέπω τη θλίψη στα μάτια σου και καταλαβαίνω ότι δε θες να επιστρέψεις στο παλάτι του ήλιου. Άσε με να έρθω μαζί σου και σου υπόσχομαι ότι όλα θα διορθωθούν!

Η ποντικίνα δέχτηκε και το επόμενο βράδυ τα δυο νεαρά ποντίκια ξεκίνησαν για το παλάτι του ήλιου. Όταν έφτασαν, βρήκαν τον ήλιο να κοιμάται. Τον ξύπνησαν και τότε ο ποντικός πήρε το λόγο και εξήγησε στον ήλιο πώς βρέθηκαν εκεί και ότι η ποντικίνα θα ζούσε καλύτερα εάν παντρευόταν κάποιον όμοιό της.


Ο ήλιος άκουγε σκεφτικός. Προς έκπληξη των δύο νεαρών ποντικιών δεν διαφώνησε μαζί τους. Ήθελε κι εκείνος να ζήσει ελεύθερος και να γυρνά αδιάκοπα στο γαλανό ουρανό. Ο ποντικός αγκάλιασε την ποντικίνα και κατέβηκαν στη μικρή τους πολιτεία κάτω απ’ τη γη καταχαρούμενοι.

Ο γερο-ποντικός περίμενε όλο αγωνία στο σπίτι, ελπίζοντας ν’ ακούσει ευχάριστα νέα από τη θυγατέρα του. Μόλις τα δυο παιδιά μπήκαν μέσα ο πατέρας άρχισε τις ερωτήσεις:

-Τι σου είπε ο ήλιος, κόρη μου; Συμφώνησε να σ’ αφήσει να ζήσεις με κάποιον που σου ταιριάζει καλύτερα;

-Ναι, πατέρα. Του μιλήσαμε και συμφώνησε μαζί μας. Δεν έφερε καμία αντίρρηση.

Ένας αναστεναγμός ανακούφισης έφυγε από το στήθος του γερο-ποντικού. Χάρηκε πολύ, γιατί, αν ο ήλιος διαφωνούσε στην πρόταση που του έκαναν τα δυο παιδιά, τους περίμεναν όλους πολλά μπλεξίματα...

Τελικά, ο γάμος των δυο νεαρών ποντικιών δεν άργησε να γίνει. Μάλιστα ήταν πιο λαμπρός από τον προηγούμενο γάμο της ποντικίνας με τον ήλιο και η νύφη ήταν πραγματικά ευτυχισμένη στο πλευρό του αγαπημένου της. Όλοι οι συγγενείς του ζευγαριού ήταν μαζεμένοι εκεί. Γλεντούσαν και καμάρωναν χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Το γλέντι μάλιστα κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες και όλοι εύχονταν στο ζευγάρι να ζήσει ευτυχισμένο μέχρι τα βαθιά γεράματα.



Οι ευχές έπιασαν! Κι έτσι… έζησαν αυτοί καλά και εμείς… καλύτερα!

23.2.07

13/4/09

Μόλυνση περιβάλλοντος


Σ' ένα πάρκο μες στην πόλη
ζούσε ένα μικρό δεντράκι
που το λέγαν Πρασινάκη.
Ένα μικρό πουλί
καθότανε σ' ένα κλαδί
και κελαηδούσε ωραία
μαζί μ' όλη την παρέα.

Το δεντράκι είχε φίλους
άλλα ζώα και πουλιά
που του κράταγαν παρέα
μέρα νύχτα με χαρά.

Ξάφνου ήρθαν φορτηγά
με σκουπίδια πάρα πολλά.
Το δεντράκι είπε: "Ο!
Τι σκουπίδι είν' αυτό!"

"Σίγουρα θα μολυνθούμε
απ' αυτή τη συμφορά
και στον ίσκιο δε θα παίζουν
τα καημένα τα παιδιά."

Τότε φύγαν τα πουλιά
μακριά απ' τη βρομιά
κι έμεινε ο Πρασινάκης
μόνος του στην ερημιά.

"Δεν αντέχω άλλο πια.
Θα με φάει η βρομιά!
Σπασμένα μπουκάλια,
χαρτάκια πολλά,
γδαρμένες ρόδες
και άλλα πολλά!"

"Πώς θα ζήσω μ' όλ' αυτά;
Τα σκουπίδια είναι πολλά
κι εγώ μόνος απορώ
πώς θα γίνει να σωθώ."

Πέρασε λίγος καιρός
και να! ήρθε ένας πεζός
και αντίκρισε το δέντρο
που στεκόταν μαραμένο.

Το λυπήθηκε αρκετά
και του είπε δυνατά:
"Θα πάω να βρω βοήθεια
να μαζέψω τα σκουπίδια.
Το δεντράκι να καρπίσει
κι οξυγόνο να χαρίσει."

Και τότε άνθρωποι πολλοί
μικρά παιδιά και γέροι
απόφαση πήραν τρανή
να βάλουν ένα χέρι.

Σκουπίδια να μαζέψουνε
να σώσουνε το πάρκο
να γίνει πάλι καθαρό
χαρά πολλή γεμάτο.

Μη φοβάσαι Πρασινάκη
μπορεί να 'μαι μικρό παιδάκι
πίστεψε όμως μπορώ
να βοηθήσω και εγώ.

Υπόσχομαι να 'μαι καλό
το πάρκο να προσέχω
και τα χαρτάκια που κρατώ
στον κάδο να πηγαίνω.

Επίσης, τακτικά νερό
θα φέρνω σου να πίνεις
και την ωραία σου δροσιά
σ' εμάς θε να χαρίζεις.


Δημιουργοί τα παιδιά της Γ2' τάξης Δημοτικού του Παλλάδιου Ιδιωτικού Σχολείου Ιωαννίνων, 2004 - 2005 :

Άντα Λ.
Δημήτρης Μ.
Ευτυχία Τ.
Σοφία Π.
Βασίλης Β.
Αλέξανδρος Τ.
Γιάννης Χ.
Ηρώ Γ.
Μαρία Λ.
Έλενα Β.
Χρήστος Κ.

5/4/09

Η επανάσταση των ψαριών



Ο Ρούλης ο Ψαρούλης
κολυμπούσε στα ρηχά
κι είδε μια μικρή κηλίδα
με πετρέλαιο εκεί κοντά.

Κολυμπούσε κατά 'κεί
και συνάντησε το Λη
που του είπε: "Τι βρομιά!
Φίλε, κολυμπάς σ' αυτά;;;;"

Ο Ψαρούλης πήρε θάρρος
και του είπε δυνατά:
"Έχεις δίκιο φίλε Λη,
η βρομιά είναι πολλή!
Κάτι πρέπει να σκεφτούμε
ειδαλλιώς θα σκοτωθούμε!
Η ρύπανση μεγάλη
κι εμείς πολύ μικροί
ας πάμε σ' άλλη ακρογιαλιά
κι ας ζήσουμε εκεί."

"Όχι φίλε μου Ψαρούλη!
Λέω να μείνουμε εδώ.
Να κάνουμε επανάσταση,
να υψώσουμε πανό!

Να φωνάξουμε και φίλους
να βοηθήσουνε κι αυτοί
να πάμε κόντρα στους ανθρώπους
να μην τους δίνουμε τροφή.

Οι άνθρωποι να ρίχνουν δίχτυα
κι εμείς να δίνουμε σκουπίδια!
Έτσι θα καταλάβουν
πόσο κακό μας κάνουν!"

Και τότε το 'πανε στους άλλους
κι άλλοι το 'παν στους μεγάλους
Και μια εξέγερση τρανή
συγκλόνισε όλη μας τη γη.

Πανό, πλακάτ και φασαρία
"Όχι πια άλλα σκουπίδια!"
"Θέλουμε σπίτι καθαρό
για να ζούμε πάντα εδώ!"


Δημιουργοί τα παιδιά της Γ2' τάξης Δημοτικού του Παλλάδιου Ιδιωτικού Σχολείου Ιωαννίνων, 2004 - 2005 :

Άντα Λ.
Δημήτρης Μ.
Ευτυχία Τ.
Σοφία Π.
Βασίλης Β.
Αλέξανδρος Τ.
Γιάννης Χ.
Ηρώ Γ.
Μαρία Λ.
Έλενα Β.
Χρήστος Κ.

2/4/09

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν

(1805-1875)

Στις 2 Απριλίου, κάθε χρόνο, γιορτάζουμε την Παγκόσμια Ημέρα Παιδικής Λογοτεχνίας, ημέρα γέννησης του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Το ποίημα του Αντώνη Δελώνη που ακολουθεί είναι ένα αφιέρωμα στο μεγάλο Δανό παραμυθά.



"Δε θέλουμε πολλά, φίλε...
Μόνο ν' ανοίξεις ένα παράθυρο στον κόσμο
να πάρεις στην απαλάμη σου
την άφθαρτη καρδιά των παιδιών μας
να ταξιδέψεις τα πιο τρελά όνειρά τους
με τη σχεδία της φαντασίας σου.
Να τα πάρεις χέρι χέρι
στ' ακροκλώναρα της χίμαιρας
κρατώντας βάγια της ελπίδας...

Δε θέλουμε πολλά, φίλε...
Μόνο να αστερώσεις τη ζωή των παιδιών μας
με το χαμόγελο της γαλανής ευδίας.
Μόνο να πασπαλίσεις με νιφάδες φαντασίας
τα πιο τρελά όνειρά τους.
Το 'χουν ανάγκη, ξέρεις...

Φίλε μου παραμυθά
σύντροφε της πιο τρελής μου ηλικίας
κράτα το χέρι των παιδιών μας!"


22/3/09

Ακτινιδιοϊστορίες


Ζεστό, αυγουστιάτικο μεσημεράκι, που καμιά σχέση δεν είχε με τα καλοκαιρινά μεσημέρια των διαφημίσεων. Μόνη της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, με μια τάρτα ακτινίδιο δίπλα της και με τις σκέψεις της ζεστές και κολλημένες στο ταβάνι, έτοιμες να πέσουν πάνω της και να την καταπλακώσουν. Ένα «γιατί;» βάρυνε και, πέφτοντας, της χάραξε μια ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια. Άφησε να της ξεφύγει ένα «Αχ!» και, μαζί του, ένιωσε να φεύγει κι εκείνη από το σώμα της και να ανεβαίνει ψηλά. Το ταβάνι, λες και ήταν φτιαγμένο από… σαντιγί παραμέρισε, επιτρέποντάς της να πετάξει μακριά, πάνω από τις σκέψεις της.

Από ‘κεί ο κόσμος τής φαινόταν διαφορετικός. Τα «γιατί;», τα «πρέπει», τα «δεν μπορώ» της φαινόταν σαν τα βότσαλα στο βυθό της θάλασσας. Απορούσε τι της είχε συμβεί και πώς είχε καταφέρει να ξεγλιστρήσει από τον ίδιο της τον εαυτό. Πριν όμως προλάβει να τρομάξει… βρέθηκε ανάμεσα στα «θέλω», τα «μπορώ», τα «αγαπώ» της. Άπλωσε το χέρι προς ένα «θέλω», μα το αισθάνθηκε κάπως μακρινό. Δοκίμασε να πιάσει ένα «μπορώ», μα, τι κρίμα, ξεγλίστρησε γρήγορα από τα δάχτυλά της. Δειλά, έτεινε το χέρι προς ένα «αγαπώ» και, τι χαρά, το ‘νιωσε σταθερό, απαλό και ζεστό να φωτίζει την παλάμη της.

Δεν καταλάβαινε τίποτα πια. Τα «γιατί;», η ζέστη, το πολύχρωμο σεντόνι, το ταβάνι από… σαντιγί και το ζεστό «αγαπώ» στην παλάμη της έπλεξαν ένα δίχτυ και την τύλιξαν. Πάλευε να ξεφύγει, όμως οι κινήσεις της την πρόδιδαν και το περίεργο δίχτυ την έσφιγγε όλο και πιο πολύ.

Όπως έκανε πάντα στα δύσκολα, άφησε τη σκέψη της να τρέξει σ’ εκείνον. Ο νους της αρπάχτηκε από το γράμμα που ήταν ακουμπισμένο στο κομοδίνο. Μπροστά στα μάτια της ήρθε ο γραφικός του χαρακτήρας να λέει λόγια καθησυχαστικά. «Γλυκέ μου, ιππότη!» ψιθύρισε μ’ ένα χαμόγελο. Ήξερε ότι νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη και ότι ποτέ δε θα την άφηνε μόνη. Εκείνη τη στιγμή το «αγαπώ» στην παλάμη της έλαμψε περισσότερο ίσως κι από τον ήλιο και, έτσι μαγικά, όπως είχε εμφανιστεί, το δίχτυ που κόντευε να την πνίξει εξαφανίστηκε. Ελεύθερη πια από τα δεσμά της, έκλεισε τα μάτια και φώναξε δυνατά: «σ’ αγαπώ».

Ανοίγοντας τα μάτια της αντίκρισε τη μητέρα της, σκυμμένη πάνω από το κεφάλι της, να την κοιτά με απορία. Έριξε μια ματιά γύρω της, συνειδητοποίησε ότι βρισκόταν στο δωμάτιό της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, με την τάρτα ακτινίδιο δίπλα της και ένα βιβλίο ακουμπισμένο στο στήθος. Ισχυρίστηκε, ντροπαλά, ότι έβλεπε όνειρο και πως όλα ήταν εντάξει.

Η μητέρα της έφυγε από το δωμάτιο με ένα βλέμμα απορίας, ενώ εκείνη έριξε μια αμήχανη ματιά στην ανοιχτή σελίδα του βιβλίου της:

"Τα δάχτυλά μου
-στο μαλακό χορτάρι-
βρήκαν τα δάχτυλά σου.

Κράτησα το σφυγμό σου μια στιγμή
κι ένιωσα
-ακόμα πιο πολύ-
τη θέρμη της καρδιάς σου..."

24.8.07

3/3/09

Μονοκοντυλιές

Συννεφιασμένη μέρα και βροχερή. Κακόκεφη πήρε μολύβι και χαρτί να ξορκίσει την πλήξη της. Κάθισε απόμερα, σ' ένα άδειο γραφείο, φόρεσε τα ακουστικά στ' αφτιά, δυνάμωσε την ένταση δίνοντας σ' όλους το μήνυμα: "Δε θέλω κουβέντες με κανένα". Άναψε ένα κερί για να διώχνει τον καπνό που είχε κατακλύσει το χώρο, έκατσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα και αγνάντεψε το βουνό απέναντι. Φρέσκο χιόνι είχε σκεπάσει την κορυφή του. "Άσπρο! Για να σκεπάσει τη σκοτεινιά μου και τη μουντίλα τ' ουρανού", σκέφτηκε.

Τράβηξε μια κόλλα χαρτί από δίπλα της και ετοιμάστηκε να γράψει. Θυμήθηκε ένα φίλο της που τη μάθαινε να κάνει μονοκοντυλιές. Πήρε, λοιπόν, το μολύβι, έκλεισε τα μάτια της κι άφησε τη μαύρη, μαλακή γραφίδα να χορέψει πάνω στο χαρτί της.

Έμεινε αρκετή ώρα κοιτώντας τη μουτζούρα στο χαρτί, ώσπου ένα μελανό πλασματάκι σηκώθηκε από εκείνη τη μονοκοντυλιά και τίναξε τα φτεράκια του. Έμοιαζε με... πουλί, με... συνδετήρα, με... χιονάνθρωπο; Δεν ήξερε να πει. Όλα μέσα της ήταν μπερδεμένα, μια ακατανόητη μονοκοντυλιά!

-Τι είσαι εσύ; το ρώτησε ακουμπώντας το με το μολύβι.
-Οι σκέψεις σου, της απάντησε με θάρρος.
-Και πού τις ξέρεις εσύ τις σκέψεις μου;
-Φυσικά και τις ξέρω, αφού βγήκα από μέσα σου! Ξέρω, όπως κανείς άλλος, τα άγχη, τις ανασφάλειες, τους φόβους, τις χαρές, τα χαμόγελα και την ανυπομονησία σου! Ξέρω επίσης πως σ' αυτή τη φάση είναι αδύνατο να κατορθώσεις να τα ξεμπερδέψεις όλ' αυτά και, όπως σε βλέπω, θα μείνεις πολύ καιρό έτσι.
-Πόσον καιρό δηλαδή; το ρώτησε εμφανώς ανυπόμονα.
-Έως ότου αφήσεις τη ζωή σου να κυλήσει χωρίς να προσπαθείς να τη χωρέσεις σε "πρέπει" και "θέλουν να κάνω".
-Πώς θα το καταφέρω αυτό;
-Συνέχισε να ζωγραφίζεις μονοκοντυλιές και κάποια στιγμή το σχήμα που θα γεννηθεί θα σου δώσει την απάντηση.

Δεν πρόλαβε να διατυπώσει άλλη ερώτηση. Ένα κουδούνι ακούστηκε διώχνοντας τη μονοκοντυλιά πίσω στο χαρτί, στη γνώριμη, δισδιάστατη διάστασή του και τις σκέψεις της, ένα κουβάρι, στο πίσω μέρος του μυαλού της. Μάζεψε τα βιβλία της κι έφυγε για δουλειά.



9.2.09

15/2/09

Ο Μπόγιας της Αγάπης

Στο είχα πει να μη μ’ αγαπάς. Σε είχα προειδοποιήσει ότι κινδυνεύουν όσοι αγαπούν. Αλλά και όσοι αγαπιούνται. Όσοι αφήνονται να απολαύσουν αυτό το Δώρο. Δε με άκουσες, γέλασες μονάχα. Δεν πίστευες στον Μπόγια της Αγάπης. Κι όμως, υπάρχει. Γυρνάει και μαζεύει τα αδέσποτα κουτάβια φυλακίζοντας τις καρδιές τους. Και τότε βλέπεις τη θλίψη στα μάτια τους και νιώθεις την απελπισία και τον πόνο στο αλύχτισμά τους. Και εκείνων που φεύγουν και κοιτούν πίσω από τα κάγκελα της κλούβας, αλλά και εκείνων που μένουν αποσβολωμένα καταμεσής του δρόμου να βλέπουν με παράπονο την κλούβα του Μπόγια που χάνεται με ταχύτητα, κατευθυνόμενη προς το επόμενο θύμα της. Τότε ακούγονται μόνο τα παραπονιάρικα αλυχτίσματα και των δύο πλευρών, μια και το Δώρο της Αγάπης, δεν έχει μόνο παραλήπτη αλλά και αποστολέα.

Μη ρωτήσεις «Και τώρα τι κάνουμε;»… Δύο λύσεις: Πρώτη, να περιμένω κι εγώ τον Μπόγια να περάσει, ή, δεύτερη, να μαζέψεις δυνάμεις και να προσπαθήσεις να το σκάσεις απ’ το κλουβί σου...


3.10.06


5/2/09

ομιλία, κατανάλωση, έρωτας, αφεντικό, μπακάλικο


Στην τελευταία, απότομη στροφή της περιφερειακής οδού, μετά από ώρα οδήγησης, φάνηκε, επιτέλους, το χωριό. Δεν είναι μεγάλο, είναι όμως όμορφο και γραφικό και συχνά δέχεται επισκέψεις από τουρίστες, ιδίως τα χειμωνιάτικα Σαββατοκύριακα. Κύρια ασχολία των κατοίκων του είναι η γεωργία και η κτηνοτροφία, ενώ δεν είναι λίγοι και όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό. Οι φιλόξενοι άνθρωποι, η γραφικότητα του περιβάλλοντος, ο καθαρός αέρας και η μικρή του απόσταση από την πόλη, φέρνουν το χωριό πρώτο στις προτιμήσεις όσων αναζητούν μικρές αποδράσεις από τη ρουτίνα της καθημερινότητας.

Πάρκαρε κάπου στην είσοδο του χωριού και κατευθύνθηκε με τα πόδια ως την πλατεία του. Έδεσε το φουλάρι της πιο σφιχτά γύρω από το λαιμό της και κούμπωσε το παλτό της καλά, καθώς το κρύο ήταν δυνατό. "Άλλαξε, ομόρφυνε περισσότερο από τότε.", σκέφτηκε κοιτώντας γύρω της. Πάνε δεκαπέντε χρόνια που είχε φύγει κι από τότε δεν είχε βρει χρόνο και διάθεση να επιστρέψει, ούτε για ένα Σαββατοκύριακο. Εκεί είχε περάσει το τελευταίο έτος του σχολείου. Η δουλειά του πατέρα της όμως ήταν τέτοια που οι μετακινήσεις τους ήταν σύνηθες φαινόμενο. Σπάνια έμεναν πάνω από δυο χρόνια σε ένα μέρος και σ' αυτό το όμορφο ορεινό χωριό είχε βρεθεί για μία μοναδική χρονιά, τότε που πήγαινε Γ' Λυκείου. Στο μυαλό της άνοιξε ένα παράθυρο απ' όπου ξεχύθηκαν ένα σωρό αναμνήσεις ενώ ένα φωτεινό χαμόγελο στόλισε το πρόσωπό της και μια ζωντάνια τάχυνε το βήμα της.

Κατευθύνθηκε στο μπακάλικο του κυρ Παντελή, απ' όπου μικρή αγόραζε κουλουράκια κανέλας και βυσσινάδα. "Καλησπέρα, κυρ Παντελή!", είπε μπαίνοντας μέσα, όμως το χαμόγελο ενθουσιασμού μετατράπηκε σε χαμόγελο αμηχανίας.

-Οχ, με συγχωρείτε. Περίμενα να βρω τον κυρ Παντελή...
-Το αφεντικό λείπει, απάντησε ο ψηλός νεαρός πίσω από τον πάγκο. Τι θα θέλατε; ρώτησε καλοσυνάτα την κοπέλα.
Η φωνή του της φάνηκε γνώριμη, όμως στο βλέμμα του δε διέκρινε κάποια οικειότητα κι έτσι θεώρησε ότι έκανε λάθος.
-Όχι... τίποτα, ευχαριστώ. Θα περάσω αύριο να βρω την κυρ Παντελή, είπε αμήχανα και βιάστηκε να βγει απ' το μπακάλικο.
-Ποια να του πω ότι τον ζήτησε;, επέμεινε ο νεαρός πίσω από τον πάγκο.
-Η Ασημίνα, η κόρη του Θανάση, του αξιωματικού, απάντησε εκείνη ζεστά.
-Εσύ! Έμεινε έκπληκτος ο νεαρός. Είμαι ο Νίκος, ο γιος της κυρα-Λένης. Θυμάσαι τη σπιτονοικοκυρά σας; Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε...
-Χμ, ναι! έκανε εκείνη ντροπαλά. Έχουν περάσει δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια!
-Πώς κι από το χωριό μας; Σαββατοκύριακο για χαλάρωση στα παλιά τα μέρη; τη ρώτησε παιχνιδιάρικα ο Νίκος, που τώρα είχε βγει πίσω από τον πάγκο και την είχε πλησιάσει κοντά στην πόρτα, όπου στεκόταν.
-Μπα, όχι! Πού καιρός για ξεκούραση τώρα. Μια ομιλία σχετικά με την κατανάλωση βιολογικών προϊόντων με φέρνει πάλι πίσω.
-Τελικά, έκανες το όνειρό σου πραγματικότητα, έτσι; Έγινες γιατρός!
-Ναι, ήταν κάτι που το ήθελα από μικρή.
-Θυμάμαι... είπε ο Νίκος και χαμήλωσε το βλέμμα.
-Λοιπόν, χάρηκα που σε ξαναείδα, Νίκο! Άργησα και πρέπει να πηγαίνω. Πες χαιρετίσματα στον κυρ Παντελή και φίλησέ μου τη μάνα σου!, είπε η Ασημίνα τείνοντας το χέρι της προς το Νίκο.
-Λοιπόν, δεν ακούω τίποτα! Μετά το τέλος της ομιλίας σου, σε περιμένω στο σπίτι για φαγητό! Η κυρα-Λένη θα χαρεί πολύ να σε δει! της είπε ζωηρά εκείνος.
-Λυπάμαι, Νίκο, αλλά, ειλικρινά, είναι αδύνατο. Το πρόγραμμά μου είναι πολύ πιεσμένο και αύριο πρέπει να βρίσκομαι στην Αθήνα, για άλλη διάλεξη! Πρέπει να φύγω αμέσως μετά την ομιλία μου. Να φανταστείς, ούτε την ομιλία του αρραβωνιαστικού μου δεν προλαβαίνω να παρακολουθήσω. Γι' αυτό ήρθαμε και με χωριστά αυτοκίνητα! Εκείνος βρίσκεται ήδη στο συνεδριακό χώρο και με περιμένει. Υπόσχομαι όμως να έρθω κάποια άλλη φορά. Λοιπόν... και πάλι χάρηκα πολύ που σε ξαναείδα, είπε η Ασημίνα και γύρισε να φύγει.

Ο Νίκος ψέλλισε ένα "στο καλό" και έμεινε να κοιτά τον έρωτα της ζωής τους να απομακρύνεται για άλλη μια φορά.

3/1/09

Τρέλες

Πριν κάμποσο καιρό, στο φόρουμ του eduportal.gr, δόθηκε το διώνυμο: "τηγάνι - εξωγήινος", για να φτιάξει κάποιος ένα τετράστιχο. Ε... να... πειράζει πολύ που... δεν ήταν τετράστιχο;
Embarassed

Μες στο τηγάνι βρέθηκε
ένα μικρό φρουτάκι
ένα λιγάκι υπόξινο
καφέ ακτινιδιάκι.

Το κοίταξα καλύτερα,
γεμάτη απορία,
κι εκείνο μου αποκρίθηκε:
"Τι με κοιτάς, κυρία;"

"Λίγο σαν εξωγήινος
μου κάνεις, βρε καλό μου...
Και για το καλό ρώτημα
πώς βρέθηκες εμπρός μου;"

"Άκου, λοιπόν, με προσοχή
όλη την ιστορία
κι έπειτα ξανασκέψου, αν θες,
και κρίνε μ' ηρεμία"

Κάποτε, λέει, στη χώρα του την Ακτινιδιία
κηρύχθηκε ένας πόλεμος
και, για κακή του μοίρα,
εξόριστο ευρέθηκε το έρμο το φρουτάκι
κι ήρθε και προσγειώθηκε μέσα στο τηγανάκι!

Με παρακάλεσε πολύ
να μην το ξεφλουδίσω
και κλαίγοντας μου έλεγε
να μην το τηγανίσω.

"Και σαν τι άλλο, φρούτο μου,
μπορώ να κάνω τάχα;"
"Βάλε με σε μια νόστιμη,
γλυκιά φρουτοσαλάτα!"
είπε κι εγώ απόμεινα λιγάκι απορημένη
μα πριν προλάβω να σκεφτώ...
άλλη ιδέα βγαίνει:

"Θα σε στολίσω όμορφα
πάνω σε μια φρουτιέρα
με μόνη... υποχρέωση
να φτιάχνεις μου τη μέρα!"

Έτσι και έγινε, που λες,
και τώρα το φρουτάκι
κάθεται αναπαυτικά
πάνω στο τραπεζάκι.

Rolling Eyes Ποιητής Embarassed


Δε χρειάζεται ιδιαίτερη αφιέρωση, ε; Embarassed


ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ!!!