21/12/14

Δοκιμή νέου λογισμικού

Book titled 'Τα τρία μολυβάκια και η κακιά γόμα'Read this free book made on StoryJumper

10/10/12

Ανέστης, το αρνί




Ο φίλος μου ο Ανέστης, το αξιαγάπητο αρνί, δεν ήταν πάντα και τόσο αξιαγάπητο. Ο Ανέστης ήταν ένα άγριο άσπρο αρνί που ζούσε στο απέναντι ανθισμένο λιβάδι κι έτρεχε όλη μέρα πάνω κάτω βελάζοντας ακαταλαβίστικα. Αναπαμό δεν είχε! Οι γονείς του είχαν απογοητευτεί μαζί του και είχαν αποφασίσει να τον αφήσουν στην ησυχία του, μήπως και κάποια στιγμή μερέψει. Του κάκου όμως! Ο Ανέστης ήταν ένα απρόβλεπτο και αεικίνητο αρνί, απρόσεχτο όσο κανένα άλλο από τα αδέρφια και τα ξαδέρφια του κι αγέλαστο πάντα. Τα μαλλιά του ήταν πάντα ακούρευτα και ατημέλητα και καμία προβατίνα δεν του έδινε σημασία. Εξάλλου, πώς να κοιτάξει μια κοπέλα ένα ατσούμπαλο πλάσμα που δεν καθόταν στιγμή ακίνητο; Όλο ζαβολιές, σκανταλιές, ζημιές και μπελάδες ήταν ο Ανέστης.
Όσο περνούσε ο καιρός και το αρνί αυτό μεγάλωνε, τόσο οι γονείς του προβληματίζονταν για το τι θ’ απογίνει. «Να δεις που σίγουρα θα καταλήξει στο τσιγκέλι κάποιου κρεοπώλη», έλεγε η μαμά του όλο θλίψη. «Σίγουρα, αργά ή γρήγορα, θα το φάει το κεφάλι του», συμφωνούσε κι ο μπαμπάς του αναστενάζοντας γεμάτος απελπισία. Ο Ανέστης όμως δεν καταλάβαινε τίποτα από όλο αυτά. Συνέχιζε να κινείται διαρκώς, να χοροπηδάει στο λιβάδι, να πειράζει τα αδερφάκια του, να βελάζει φάλτσα δεξιά κι αριστερά και να χαλά τον κόσμο με τις ανοησίες του. Κι όταν κάποιος τολμούσε να τον μαλώσει: «Μα, τι είναι αυτά που κάνεις, Ανέστη; Κάτσε, επιτέλους, φρόνιμος για μια στιγμή!», εκείνος δε δίσταζε να ριχτεί στον καβγά και να αρχίσει τις κουτουλιές με όποιον βρισκόταν μπροστά του.
Μια μέρα μεσημέρι, εκεί που όλα τα αρνάκια της οικογένειας αναπαύονταν στο ανθισμένο κι ευωδιαστό λιβάδι, ένας άγγελος εμφανίστηκε ξαφνικά και κάθισε απαλά πάνω σε μια ανεμώνα.  Έδειχνε ατάραχος και άνετος. Παρατηρούσε τα αρνάκια όλα να αναπαύονται και ήταν σίγουρος ότι κανένα από αυτά δεν θα μπορούσε να τον δει, γιατί ήταν αόρατος, όπως όλοι οι άγγελοι. Όμως, για κακή του τύχη, τη στιγμή ακριβώς που σκεφτόταν «τι ηρεμία που επικρατεί σ’ αυτό το λιβάδι!», πέρασε σαν σίφουνας ο Ανέστης και λίγο έλειψε να συνθλίψει την ανεμώνα κάτω από τις οπλές του. «Το αφιλότιμο! Κόντεψε να με τσαλαπατήσει! Τέτοιο άγριο αρνί δεν έχω δει ποτέ μου!», σκέφτηκε ο άγγελος και τίναξε τα άχρωμα φτερά του. «Στάσου και θα σε κάνω εγώ… αρνάκι!», είπε ο άγγελος και γέλασε με τη σκέψη του.
Άπλωσε τα φτεράκια του άγγελος, πέταξε πάνω από τα ακούρευτα μαλλιά του Ανέστη και κάθισε απαλά στη ράχη του. Το… αγριοπρόβατό μας σαν να ένιωσε την παρουσία του αγγέλου, τίναξε τα κατσαρά του τσουλούφια με δύναμη. Όμως τίποτα δεν κατάφερε. Ο άγγελος στεκόταν ακίνητος στην κορφή της κεφαλής του, δίπλα ακριβώς από το τεντωμένο του αφτί. Πάτησε πάνω στις βρώμικες μπούκλες του Ανέστη και άρχισε να του ψιθυρίζει κάτι λόγια. Δυστυχώς, δεν τα άκουσα όλα. Μόνο αυτά πήρε το αφτί μου: 

«Άχνης ζάχαρης τη γλύκα, άντρας άξιος για προίκα,
αξιαγάπητος υιός της, απαράλλαχτος ιππότης,
γέλιο πάντα θα σκορπάς κι όλο χάρη θα μιλάς.
Απαλά θα ‘ν’ τα μαλλιά σου, τρυφερό το βέλασμά σου.»

Και ξαφνικά, ένα σύννεφο από ασβέστη τύλιξε τον Ανέστη κι εκείνος άρχισε να βήχει δυνατά και να φτερνίζεται. Ταράχτηκε και κοίταξε γύρω του, χωρίς να ξέρει τι του είχε συμβεί. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε. Όμως όλοι παρατήρησαν πως από εκείνη τη στιγμή κι έκτοτε ο Ανέστης, χωρίς αμφιβολία, είναι το πιο ήσυχο, το πιο ευγενικό και το πιο χαριτωμένο πρόβατο ολόκληρου του λιβαδιού. Οι γονείς του χαίρονται για την προκοπή του και ο ίδιος έχει κλέψει την καρδιά της πιο όμορφης προβατίνας, της Αμελίνας. 

7.10.2012

1/8/12

Ένας ανήσυχος ταξιδευτής

μαυροτσικνιάς


Κάπου στη μακρινή Ινδία ζούσε ένας ανήσυχος μαυροτσικνιάς που τον έλεγαν Dhyanadeep που σημαίνει «Η Εικόνα της περισυλλογής και της συγκέντρωσης». Το όνομά του δεν ήταν τυχαίο, αφού ο συγκεκριμένος μαυροτσικνιάς σπάνια έκανε παρέα με τους άλλους μαυροτσικνιάδες της περιοχής του. Έμενε πολλές ώρες ακίνητος στην άκρη κάποιου ποταμού και χανόταν στις σκέψεις του. Μάταια οι γονείς και τα αδερφάκια του προσπαθούσαν να τον παρακινήσουν και να τον κάνουν να συμπεριφερθεί σαν ένα κανονικό πουλί της ηλικίας του.
-Δε θέλω να παραβγώ ως την απέναντι συστάδα δέντρων σου λέω! Έλεγε πεισματάρικα στον αδερφό του που τον τραβολογούσε από το μακρύ ποδάρι για να τον πάρει μαζί του στο παιχνίδι.
-Βαρέθηκα να σε βλέπω έτσι ακίνητο! Έλα να παίξουμε όλοι μαζί και μετά θα πάμε για ψάρεμα στην όχθη του Ινδού ποταμού, του είπε ο αδερφός του αγανακτισμένος.
-Δεν πάω πουθενά, αντιγύρισε ανόρεχτα και συνέχισε να κοιτάει τα πόδια του.
Ο μικρός πέταξε ως την παρέα των φίλων του και άφησε τον αδερφό του μονάχο.
«Κανείς δεν καταλαβαίνει τις ανησυχίες μου», σκέφτηκε ο Dhyanadeep και κούρνιασε στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου για να κοιμηθεί.
Ο ύπνος όμως δεν τον έπαιρνε και όλο στριφογυρνούσε, φούσκωνε, ξεφούσκωνε και τίναζε το κεφαλάκι του. Έτσι, αποφάσισε να βγει απ’ τη φωλιά του και να πετάξει ως την όχθη του Ινδού ποταμού. Πάντα του άρεσε να κατεβαίνει στο ποτάμι και να σκέφτεται, ακίνητος, με τις ώρες. Εκείνο το βράδυ ο ουρανός στολιζόταν από ένα υπέροχο, ολοστρόγγυλο φεγγάρι και ο Dhyanadeep άρχισε να ονειροπολεί κοιτώντας το. «Θα ‘θελα να ταξίδευα σε άλλα μέρη! Να γνώριζα κι άλλους τόπους, να έκανα νέους φίλους! Θα ‘θελα να πετώ ελεύθερος από χώρα σε χώρα και να γνωρίζω νέους πολιτισμούς. Εδώ κανείς δεν καταλαβαίνει αυτή μου την ανάγκη. Όταν είπα πως θα ‘θελα να ταξιδέψω ως το Βορρά, όλοι στο σπίτι με κοίταξαν απορημένοι κι έσκασαν στα γέλια.», σκέφτηκε και κατσούφιασε. Και τότε ήταν που πήρε την απόφασή του: θα έφευγε από την Ινδία το ίδιο κιόλας βράδυ!
Φτερούγισε όλο χαρά ως το δέντρο που κοιμούνταν τα αδερφάκια και οι γονείς του, άφησε ένα βιαστικό σημείωμα στο κάτω κλαδί και πέταξε μακριά.
Λίγες μέρες αργότερα ο Dhyanadeep βρέθηκε να ταξιδεύει με ένα κοπάδι λευκοτσικνιάδων. Είδε κι έπαθε να τους πείσει να τον αποδεχτούν.
-Τι δουλειά έχεις μαζί μας; Είσαι σαν τη μύγα μες στο γάλα, καημένε! Δεν το βλέπεις; του είπε ο αρχηγός του σμήνους, αλλά ο Dhyanadeep δεν το ‘βαλε κάτω.
-Δεν θα ενοχλώ κανέναν, σας το υπόσχομαι. Μόνο θα πετώ δίπλα σας. Δεν θα χρειαστεί να ασχοληθεί κανένας σας μαζί μου! Μόνο να γνωρίσω τα υπέροχα μέρη στα οποία ταξιδεύετε θέλω.
Ο αρχηγός του σμήνους των λευκοτσικνιάδων ανασήκωσε τα φτερά, αναστέναξε και τον κοίταξε υποτιμητικά λέγοντάς του: «κάνε ό,τι θες».
Ο Dhyanadeep πετούσε και θαύμαζε από ψηλά τις εναλλαγές του τοπίου. Έβλεπε κάτω απ’ τα φτερά του βουνά πανύψηλα να υψώνονται, με πάγους στις κορυφές τους που κάποτε κάποτε σχημάτιζαν μεγάλα ποτάμια και κυλούσαν στις πλαγιές δημιουργώντας πανέμορφες λίμνες. Πολλές φορές πυκνά σύννεφα του στερούσαν τη χαρά να βλέπει και να θαυμάζει τον κόσμο που απλωνόταν κάτω, όμως δε στενοχωριόταν. Ήταν πολύ χαρούμενος που έκανε το όνειρό του πραγματικότητα.
Σε λίγο καιρό πέρασαν πάνω από την Κασπία Θάλασσα.
-Πο πο! Επιτέλους, θάλασσα! φώναξε στη διπλανή του λευκή καλλονή, τη Silva.
-Δεν είναι θάλασσα! Είναι μια τεράστια λίμνη! τον πληροφόρησε εκείνη.
-Λίμνη! θαύμασε ο Dhyanadeep.
-Ναι, λίμνη! Με αλμυρό νερό!
Ο Dhyanadeep πετούσε απολαμβάνοντας την ομορφιά του κόσμου.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και το κοπάδι των λευκοτσικνιάδων μαζί με τη μοναδική… παραφωνία, τον ανήσυχο μαυροτσικνιά της Ινδίας, έφτασε στην Τουρκία. Τι όμορφη χώρα! Τι εναλλαγές τοπίου! Βουνά, λαγκάδια, πεδιάδες, ποτάμια, λίμνες, βροχές, ξηρασίες, στέπες, δάση, καλλιέργειες, νέα είδη πουλιών, διαφορετικοί άνθρωποι… χαρά θεού για τον Dhyanadeep που κάθε άλλο παρά ακίνητος και θλιμμένος ήταν πια!
Το κοπάδι κατέβηκε και έμεινε κάμποσες μέρες να ξεκουραστεί.
-Φτάσαμε; Ως εδώ ήταν; ρώτησε τη Silva, που πετούσε, συνήθως, δίπλα του απ’ την πρώτη στιγμή του ταξιδιού τους, λες και ήθελε να ‘χει στο νου της τον παράξενο συνταξιδιώτη τους.  
-Όχι, προορισμός μας είναι η Ελλάδα και συγκεκριμένα το Μεσολόγγι. Μεθαύριο, το πολύ, θα ‘μαστε εκεί.
-Τι όμορφο έχει το Μεσολόγγι; ρώτησε ανυπόμονα ο Dhyanadeep.
-Μη βιάζεσαι! γέλασε η Silva. Θα το ανακαλύψεις σε μερικές μέρες.
Πράγματι, η λευκή καλλονή με το μακρύ ράμφος και τα ψηλόλιγνα πόδια είχε απόλυτο δίκιο. Δυο μέρες μετά την κουβέντα τους, το λευκό σμήνος με τη μαύρη… κουκκιδούλα έφτασε στην Ελλάδα. Ο Dhyanadeep θαύμασε τον καταγάλανο ουρανό και άπλωσε τις φτερούγες του στο ζεστό ήλιο. Επιτέλους, καλοκαίρι! Κοιτώντας κάτω μπορούσε να διακρίνει αρκετά ποτάμια, κάμποσες λιμνούλες και πολλά βουνά που όρθωναν τις κορυφές τους στον ηλιόλουστο ουρανό. Ήταν ήδη η πρώτη εβδομάδα του Ιούνη και η ζέστη ήταν αρκετή. Έτσι, ο  Dhyanadeep έσπευσε στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου για να δροσιστεί και να ψαρέψει κάνα ψαράκι.
Κατέβηκε στην ακροθαλασσιά, βούτηξε τα μακριά του πόδια μέσα στο νερό, με μια ξαφνική κίνηση έκανε τα μαύρα του φτερά μια μεγάλη, όμορφη ομπρέλα και έμεινε ακίνητος κοιτώντας το νερό για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα τινάχτηκε, έκανε μερικά βήματα και πάλι άνοιξε τη μαύρη του ομπρέλα. 
-Τι κάνεις εκεί, ρε φίλε; ακούστηκε μια φωνή χαλώντας την ηρεμία της φύσης. Ο Dhyanadeep αγνόησε τη φωνή και εξακολούθησε να παραμένει ατάραχος.
-Έι, φίλε! Σε σένα μιλάω! Τι ακριβώς κάνεις εκεί; Χορεύεις;
Με μια ξαφνική κίνηση ο Dhyanadeep βούτηξε το κεφάλι του στο νερό και έπιασε ένα μικρό ψαράκι.
-Ο, χο, χο!!! Τέλειο!!! Πώς το ‘κανες αυτό; είπε ο φλύαρος παρατηρητής του και φτερούγισε κοντά του.
-Πώς έκανα… ποιο; ρώτησε ο μαυροτσικνιάς απορημένος.
-Πώς έπιασες το ψαράκι, ντε!
-Α! Αυτό… Ε… εύκολα. Πείνασα και είπα να φάω κάτι… Έλα, θες να δοκιμάσεις κι εσύ…;
-Άρης! Χαίρω πολύ!
-Γεια σου, Άρη! Εμένα με λένε Dhyanadeep, που σημαίνει «Η Εικόνα της περισυλλογής και της συγκέντρωσης».
-Ναι, μπορώ να καταλάβω γιατί έχεις τέτοιο περίεργο όνομα! Φίλε, αυτό που έκανες ήταν εκπληκτικό!
-Έλα, λοιπόν, Άρη, έλα να σου δείξω πώς θα το κάνεις κι εσύ. Να…
-Μπα, όχι. Εγώ, παρόλο που φαίνομαι σαν γερακίνα και είμαι αρπακτικό, προτιμώ τα έντομα. Δεν συμπαθώ καθόλου τα ψάρια και σπάνια κατεβαίνω στην ακρογιαλιά. Απλά… να… βλέποντας ένα μαύρο ερωδιό ανάμεσα σε τόσους λευκούς, ε, παραξενεύτηκα και είπα να σε ακολουθήσω.
-Α, μάλιστα… Ναι, είμαι ένας μαυροτσικνιάς.
-Εγώ είμαι ένας σφηκιάρης, αν έχεις ακουστά.
-Όχι, είναι η πρώτη φορά και χαίρομαι πολύ που σε συναντώ, Άρη!
-Ούτε κι εγώ έχω ξαναδεί άλλο παρόμοιο με σένα πουλί. Εννοώ… μαύρο! Βλέπω τους λευκοτσικνιάδες που έρχονται κάθε καλοκαίρι, αλλά μαύρο ερωδιό… δεν είχα ξαναδεί. Σίγουρα δεν είσαι από τα μέρη μας. Έρχεσαι από μακριά;
-Μμμ! Από πολύ μακριά. Έρχομαι από τις Ινδίες και είναι η πρώτη φορά που πετώ ως τη χώρα σου.
-Εγώ μένω εδώ αρκετό διάστημα, όμως το Χειμώνα φεύγω για πιο ζεστές χώρες, με… περισσότερα έντομα, καταλαβαίνεις…! έκανε ο σφηκιάρης κλείνοντας το μάτι στο νέο του φίλο. Πάντως, φίλε μου, αυτή η τεχνική ψαρέματος είναι υπέροχη! Ποτέ μου δεν έχω δει κάτι παρόμοιο! Μπράβο, ειλικρινά μ’ εντυπωσίασες!
-Ε, χαρά στο πράγμα, έκανε ο Dhyanadeep και κατέβασε το κεφαλάκι ντροπαλά.
-Πώς! Αφού, τόση ώρα που σε παρατηρούσα, σκέφτηκα ότι θα μπορούσες να έρθεις στο Συνέδριο των Πουλιών, τον άλλο μήνα. Είμαι σίγουρος ότι όλοι θα έμεναν με το στόμα ανοιχτό αν έβλεπαν τη μαύρη ομπρέλα που σχηματίζεις με τα φτερά σου! Να, μέχρι και τους ανθρώπους εντυπωσίασες! Είδες αυτούς τους δύο κυρίους εκεί πέρα που σε φωτογράφιζαν;
-Εχμ, ξέρεις… δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο… Απλά… πείνασα και…
-Άσε τις σεμνότητες και σκέψου το! Θα ‘χεις την ευκαιρία να γνωρίσεις κι άλλα πουλιά, από όλα τα μέρη της Ελλάδας!
Ο Dhyanadeep έμενε σιωπηλός με το κεφαλάκι κατεβασμένο, κοιτώντας τα πόδια του μέσα από το γαλαζοπράσινο νερό. Ο Άρης έκανε την τελευταία του προσπάθεια να τον πείσει.
-Στο Συνέδριο των Πουλιών ακούγεται κάθε πρωτοτυπία, κάθε καινούργια τεχνική, κάθε σπουδαία εφεύρεση! Πέρσι ήρθε ένας Παπαγάλος από τις Ινδίες! Είπε με επίσημο ύφος: «Καλησπέρα» και μετά όλοι άρχισαν να τον φτεροκροτούν, να σφυρίζουν και να τον θαυμάζουν κι αυτός, ο καημένος, τόσο ντροπαλός και μετριόφρων που ήταν, δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει άλλη λέξη απ’ τη συγκίνηση. Έτσι, έφυγε ξεροβήχοντας και επαναλαμβάνοντας αμήχανα: «καλησπέρα». Ελπίζω φέτος να ξανάρθει για να μας πει ό,τι έχει μάθει από τη γλώσσα των ανθρώπων! 
-Ξέρεις, δεν… Εγώ… σε λίγο καιρό θα συνεχίσω το ταξίδι μου. Δεν ήρθα για να μείνω μόνιμα. Εμένα… όνειρό μου είναι… να ταξιδεύω! Να μη μένω πουθενά για πολύ καιρό. Θέλω να γνωρίσω όλο τον κόσμο! Να βλέπω νέα μέρη, διαφορετικά τοπία και να κάνω νέους φίλους, να, όπως έκανα εσένα, τη Silva που πετάμε πλάι πλάι, το Hasan στην Τουρκία… Γνώρισα κι άλλους, πολλούς, στις ενδιάμεσες στάσεις μας.
Ο Dhyanadeep μιλούσε με πολύ ενθουσιασμό για το ταξίδι του. Ο Άρης δεν τόλμησε να τον διακόψει. Ίσως γιατί ο νέος του φίλος εκπλήρωνε κι ένα δικό του, κρυφό, όνειρο: να ταξιδέψει σ’ όλη τη Γη και να θαυμάσει από ψηλά τις ομορφιές του πλανήτη μας, πριν οι άνθρωποι καταστρέψουν τα πάντα.
Τα δυο πουλιά πέταξαν για λίγο μαζί στο Εθνικό Πάρκο Μεσολογγίου κι έπειτα χώρισαν, τραβώντας καθένα το δρόμο του. Ο Άρης τράβηξε κατά το δάσος και ο Dhyanadeep επέστρεψε στην ακροθαλασσιά, παρέα με τους λευκούς συνταξιδιώτες του. Σε τρεις βδομάδες θα συνέχιζαν το ταξίδι τους, ποιος ξέρει για πού…

Μαριλία Κωστάκη
Ηράκλειο, 1/8/2012


σφηκιάρης



29/1/12

Τα τρία μολυβάκια και η μεγάλη κακιά γόμα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια όμορφη πορτοκαλί κασετίνα, ζούσαν τρία μολυβάκια. Κάποια μέρα, το παιδί στο οποίο ανήκε η κασετίνα, την άνοιξε, έβγαλε τα μολυβάκια του και έγραψε σε ένα λευκό χαρτί μερικές σπάνιες λέξεις, όπως: Αγάπη, Σεβασμός, Ευγένεια, Φιλία, Χαρά, Ευδιαθεσία, Ελπίδα, Χαμόγελο... και θα συνέχιζε, αν εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπε τη μαμά του να βγαίνει απογοητευμένη από το μεγάλο γραφείο στου οποίου την πόρτα έγραφε: "Διεύθυνση προσωπικού". Η μαμά του το πλησίασε, το άρπαξε από το χέρι και έφυγαν βιαστικά. Έτσι, η πορτοκαλί κασετίνα έμεινε μόνη της πάνω στη μαύρη καρέκλα, δίπλα στο λευκό χαρτί με τις σπάνιες λέξεις.

Αφού πέρασε κάμποση ώρα και τα μολυβάκια κατάλαβαν ότι είχαν μείνει πια μόνα τους, άρχισαν να αναρωτιούνται και να ανησυχούν για την τύχη τους.

-Μα... πού πήγε; ακούστηκε πρώτο το παρδαλό μολυβάκι με το αστείο παιχνιδάκι που κουβαλούσε στο κεφάλι του.
-Έλα, ντε! Να δεις που έφυγε οριστικά και μας παράτησε εδώ! είπε το μολυβάκι με τις κόκκινες ρίγες.
-Και τώρα τι θα γίνουμε; ξαναρώτησε το αστειωπό μολυβάκι, έτοιμο να βάλει τα κλάματα.
-Νομίζω πως, τώρα πια, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μόνοι μας, ακούστηκε σοβαρό το τρίτο μολυβάκι, που κουβαλούσε μια κοκκινωπή γόμα στο κεφαλάκι του.
-Κι εμάς τι μας έβαλε εδώ; ακούστηκε μια ροζ φωνή από το λευκό χαρτί.

Τα μολυβάκια έσκυψαν στο χαρτί και είδαν τις λεξούλες ανήσυχες όσο ποτέ.

-Μείναμε εκτεθειμένες και μόνες!, κλαψούρισε η Ευγένεια.
-Μην ανησυχείς, είμαστε όλες μαζί, προσπάθησε να την καθησυχάσει η Φιλία.
-Και τι μ' αυτό; Κανείς δε μας αναγνωρίζει πια, συνέχισε με σκυμμένο το κεφάλι η Αγάπη.
-Δεν μπορεί, κάποιος θα βρεθεί να μας αγκαλιάσει, πετάχτηκε η Ελπίδα από τη μέση της σελίδας.
-Να δείτε που από στιγμή σε στιγμή θα γυρίσει το παιδί να μας χρωματίσει όπως σκόπευε και να μας χαρίσει στη μαμά του, πετάχτηκε ζωηρή η Ευδιαθεσία.

Τα μολυβάκια κοιτάχτηκαν με νόημα και χωρίς να πουν λέξη έπιασαν αμέσως δουλειά. Το παρδαλό μολυβάκι έφτιαξε στην κορυφή της σελίδας, γρήγορα γρήγορα, σχεδόν μονοκοντυλιά, ένα αστείο σπιτάκι. Έπειτα φώναξε στις σπάνιες λέξεις:

-Λεξούλες μου, κοπιάστε! Έτοιμο το σπιτάκι σας! Σας περιμένει ώσπου να γυρίσει το παιδί και να σας ζωγραφίσει όπως είχε σκοπό.

Οι λέξεις, χαρούμενες, έτρεξαν και χώθηκαν, η μια μετά την άλλη, στο αστειωπό σπιτάκι του παρδαλού μολυβιού.

Λίγο παρακάτω, το δεύτερο μολυβάκι, με τις κόκκινες ρίγες, έφτιαχνε ένα ομορφότερο σπιτάκι, με ίσιες γραμμές και όμορφα παράθυρα. Έβαλε και μια καμινάδα να καπνίζει και έκλεισε καλά την ορθογώνια πόρτα με το στρογγυλό πόμολο. Προς το τέλος του λευκού χαρτιού, το τρίτο μολυβάκι, με την κοκκινωπή γόμα στο κεφαλάκι του, είχε βαλθεί να σχεδιάσει ένα πανέμορφο, διώροφο σπίτι, με τοίχους από τούβλα, εξώστες και μπαλκόνια με κάγκελα, σκεπή από κεραμίδια και σκάλα από μάρμαρο. Μέχρι και μια όμορφη, πέτρινη μάντρα σχεδίασε γύρω από το σπίτι, για να το κάνει να φαίνεται ακόμα πιο ασφαλές. Στη συνέχεια, φρόντισε να σχεδιάσει ένα όμορφο αλσάκι γύρω από το σπίτι του, με πυκνή βλάστηση και μεγάλα, σκιερά δέντρα. Κουράστηκε αρκετά, μα το αποτέλεσμα το αποζημίωσε. Τέλος, άνοιξε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα που είχε σχεδιάσει και έκατσε να ξεκουραστεί στο ευρύχωρο καθιστικό με τους όμορφους καναπέδες.

Οι σπάνιες λέξεις είχαν αρχίσει να νιώθουν και πάλι χαρούμενες και χαχάνιζαν στο αστείο σπιτάκι του παρδαλού μολυβιού, διασκεδάζοντας με τα ανέκδοτα και τα αστεία που τους έλεγε. Όμως, δυστυχώς, τα γέλια και τα χάχανά τους ενόχλησαν τη μεγάλη κακιά γόμα που βγήκε από την πορτοκαλί κασετίνα και σύρθηκε στο λευκό χαρτί, όλο λύσσα και κακία. Πλησίασε το σπιτάκι-μονοκοντυλιά και φώναξε άγρια από το πρόχειρο παράθυρο:

-Σταματήστε, επιτέλους, τη φασαρία και βγείτε αμέσως έξω!

Οι σπάνιες λεξούλες τρομοκρατήθηκαν! Σταμάτησαν αμέσως τα γέλια και τα πειράγματα και άφησαν στον άντρα της παρέας να τα βγάλει πέρα. Έτσι, ο Σεβασμός, με περίσσιο θάρρος, πήρε το λόγο και απάντησε στην κακιά γόμα:

-Συγγνώμη για τη φασαρία, κυρα-Γόμα. Δεν θα επαναληφθεί. Έχεις απόλυτο δίκιο που ζητάς την ησυχία σου, μα κι εμείς προσπαθούσαμε να ξεπεράσουμε τη θλίψη μας. Σου υπόσχομαι ότι θα σταματήσουμε τη φασαρία και θα συμβιώσουμε αρμονικά, ώσπου να γυρίσει το παιδί.
-Τι να τις κάνω τις υποσχέσεις σου; φώναξε θυμωμένη η κακιά γόμα. Βγείτε αμέσως έξω, να λογαριαστούμε!

Οι λεξούλες κοιτάχτηκαν τρομαγμένες και το αστείο μολυβάκι φώναξε μέσα από το σπίτι του:
-Να φύγεις, κακιά Γόμα! Δε βγαίνουμε έξω και θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι μας αρέσει!

Και τότε, η μεγάλη κακιά γόμα έπεσε με ορμή πάνω στο σπιτάκι-μονοκοντυλιά και άρχισε να σβήνει πρώτα την πόρτα και αμέσως μετά τη μονοκόμματη γραμμή του τοίχου. Οι λέξεις φάνηκαν να τρέμουν από το φόβο τους και τότε, όλες μαζί, άρχισαν να τρέχουν προς το σπίτι του δεύτερου μολυβιού, που ήταν ζωγραφισμένο στο κέντρο της σελίδας. Πίσω τους έτρεξε το παρδαλό μολυβάκι και φτάνοντας λαχανιασμένο στο σπίτι του κόκκινου ριγέ μολυβιού έκλεισε την πόρτα με ανακούφιση, μόλις βεβαιώθηκε πως και η τελευταία λεξούλα είχε τρυπώσει μέσα.

-Πο, πο! Τι πάθαμε, μολυβάκι μου! είπε η Φιλία αγκαλιάζοντας το κόκκινο ριγέ μολύβι. Και με συντομία του διηγήθηκε την περιπέτειά τους.

Δεν είχε όμως προλάβει να τελειώσει την κουβέντα της, όταν η αγριοφωνάρα της μεγάλης κακιάς γόμας ακούστηκε έξω από τα κλειστά παράθυρα του δεύτερου σπιτιού.

-Βγείτε έξω αμέσως!
-Φύγε γρήγορα από το σπίτι μας, απαίσια Γόμα! είπε το κόκκινο ριγέ μολυβάκι.
-Δεν έχουμε να πάμε πουθενά κι εσύ είσαι ανεπιθύμητη εδώ, φώναξε το Χαμόγελο.
-Βγείτε αμέσως έξω, επέμεινε η κακιά γόμα λυσσασμένα, γιατί αλλιώς...

και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την απειλή της, έπεσε με δύναμη πάνω στο σπιτάκι με τους ίσιους τοίχους και την ορθογώνια πόρτα και άρχισε να το σβήνει με φοβερή ταχύτητα!

Έντρομες οι λεξούλες και τα δυο μολυβάκια πετάχτηκαν έξω από το σπιτάκι και έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς το τέλος της σελίδας, όπου βρισκόταν το όμορφο σπίτι του τρίτου μολυβιού, με τη μάντρα και τα δέντρα γύρω γύρω. Πριν προλάβει η κακιά γόμα να συρθεί ως εκεί, οι λεξούλες, λαχανιασμένες, εξήγησαν στο τρίτο μολυβάκι τι είχε συμβεί.

-Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε όλο αγωνία το αστείο μολυβάκι το σοβαρό μολύβι που κουβαλούσε την κόκκινη γόμα στο κεφαλάκι του.
-Μην ανησυχείς. Το σπίτι μου το ζωγράφισα τόσο γερό, που η κακιά Γόμα θα δυσκολευτεί πολύ να το καταστρέψει. Οι γραμμές του είναι δυνατές και η μάντρα γύρω γύρω σίγουρα θα δυσκολέψει πολύ την κυρα-Γόμα. Ως τότε, κάτι θα σκεφτούμε.

Η κακιά γόμα δεν άργησε να φτάσει και στο σπίτι του τρίτου μολυβιού. Ήταν εμφανώς εξαντλημένη από το μανιασμένο σβήσιμο αλλά και από το κουραστικό σύρσιμο ως το τέλος της σελίδας. Ούτε και τότε όμως το έβαλε κάτω. Στάθηκε με όση δύναμη της είχε απομείνει έξω από τη μάντρα του τρίτου σπιτιού και φώναξε:

-Βγείτε έξω αυτή τη στιγμή, ανόητες λέξεις!
-Μα, τι συμπεριφορά είν' αυτή πια; φώναξε ο Σεβασμός που είχε χάσει την ψυχραιμία του.
-Τι κακό κάναμε; κλαψούρισε η Ευγένεια.
-Εμείς απλά... προσπαθήσαμε να διασκεδάσουμε λιγάκι, δικαιολογήθηκε το παρδαλό μολυβάκι.
-Δεν είναι μέρες για να χορεύουν και να χαχανίζουν λέξεις σαν κι εσάς! φώναξε έξω φρενών η μεγάλη κακιά γόμα. Δεν είναι δυνατόν να χαίρεστε και να τραγουδάτε ΕΣΕΙΣ! Είστε ξεπερασμένες προ πολλού! Τώρα είναι σειρά της Θλίψης, της Κακοκεφιάς, της Ανασφάλειας, της Γκρίνιας, της Κρίσης, του Άγχους, της Μιζέριας και της Απελπισίας να χορέψουν! Είναι ΣΕΙΡΑ ΤΟΥΣ, ακούτε; φώναξε και έπεσε πάνω στα δέντρα σβήνοντάς τα με λύσσα.

Οι λεξούλες, παγωμένες από τα λεγόμενα και τη λύσσα της κακιάς γόμας, παρακολουθούσαν την καταστροφή να πλησιάζει, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα για να γλιτώσουν. Η μεγάλη κακιά γόμα, που πια δεν ήταν και τόσο μεγάλη, έσβηνε το ένα δέντρο μετά το άλλο και τον ένα θάμνο μετά τον άλλο. Πολύ σύντομα έφτασε στα όρια της πέτρινης μάντρας. Εκεί δυσκολεύτηκε αρκετά και κομμάτια της άρχισαν να πετιούνται δεξιά κι αριστερά και να γεμίζουν τη λευκή σελίδα. Όμως το τρίτο μολυβάκι, είχε κάνει εξαιρετική δουλειά. Η μάντρα ήταν πολύ μεγάλη και πολύ γερή και η γόμα φαινόταν να δυσκολεύεται αρκετά. Η κακία της όμως ήταν τόση και το πείσμα της να εξαφανίσει αυτές τις σπάνιες λέξεις τέτοιο, που... έφτασε, με πολύ κόπο, ως την εξώπορτα του διώροφου σπιτιού. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ρίχτηκε με μανία πάνω της.

Κόντευε πια να εξαφανίσει σχεδόν ολόκληρη την πόρτα, όταν το παιδί μπήκε τρέχοντας στο μεγάλο χολ. Φτάνοντας στην καρέκλα που καθόταν λίγο πριν, πήρε την κασετίνα και το χαρτί στα χέρια του, τίναξε από πάνω του τα υπολείμματα της γόμας, κοίταξε απορημένο ένα μικροσκοπικό κομματάκι λευκής γόμας και αφού το πέταξε στον κάδο που βρισκόταν εκεί δίπλα, έκανε ρολό τη ζωγραφιά του και βγήκε τρέχοντας από το κτίριο.

29/1/2012

23/10/11

Ευχάριστα νέα στη ζούγκλα

Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μέσα στη ζούγκλα της Αφρικής, ζούσε μια όμορφη και καλοσυνάτη τίγρη που την έλεγαν Τιμάν. Η Τιμάν είχε πανέμορφες καφέ ρίγες που αγκάλιαζαν όλο της το σώμα, σπάζοντας έτσι τη μονοτονία του ωχρού τριχώματός της. Ήταν ευέλικτη και αεικίνητη, με δυνατά πόδια και πανέμορφη μακριά ουρά. Εκτός από τη σωματική της δύναμη η Τιμάν είχε και μια απίστευτη γλύκα που μεγάλωνε περισσότερο καθώς τα μάτια της φωτίζονταν από το χαμόγελό της την ώρα που έπαιζε κυνηγητό με το μικρό τιγράκι της.

Είχαν δεν είχαν περάσει έξι μήνες από τότε που η Τιμάν γέννησε το γιο της, τον πανέξυπνο Τιμόν ο οποίος της έμοιαζε καταπληκτικά, όταν αποφάσισε να απομακρυνθεί από το σπίτι της για να κυνηγήσει. Άφησε τον πάντα ετοιμοπόλεμο μικρούλη Τιμόν να παίζει με τα ξαδερφάκια του και έφυγε. Τα γέλια των μικρών που έπαιζαν αμέριμνα σταμάτησαν απότομα όταν περίεργοι, απειλητικοί ήχοι έζωσαν τη γειτονιά τους.

-Σταθείτε! Τιγράκια! Κάπου εδώ γύρω θα υπάρχει και η μάνα τους! Σιγά, μην τα τρομάξουμε! ακούστηκε μια αγριοφωνάρα.

-Αυτό κι αν είναι επιτυχία! Χα! Λέτε να τελειώνουμε σήμερα τη δουλειά μας; ακούστηκε μια άλλη ενθουσιώδης αγριοφωνάρα από πιο πίσω.

-Τα όπλα σας στα χέρια και προχωράμε προσεχτικά, ακούστηκε μια πιο σιγανή φωνή κι έπειτα απλώθηκε μια σιωπή που μύριζε μπαρούτι.

Ήταν ξεκάθαρο πως ήταν κυνηγοί! Η Τιμάν, σαν από ένστικτο, λες και είχε ακούσει τις κουβέντες των ανθρώπων, άφησε ό,τι έκανε και γύρισε γρήγορα πίσω στο σπίτι της. Όμως, συμφορά, οι κυνηγοί την είχαν προλάβει και είχαν ήδη πιάσει αιχμάλωτο τον Τιμόν, ο οποίος είχε ξεχαστεί με το παιχνίδι και δεν ήταν καθόλου προσεχτικός, όπως τον είχε συμβουλεύσει η μαμά του. Έτσι, βρέθηκε φυλακισμένος σ’ ένα στενό κι απαίσιο, ξύλινο κλουβί.

Δεν πέρασαν πολλές μέρες και ο μικρούλης Τιμόν βρέθηκε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, με τέντα για οροφή. Στο διπλανό κλουβί κοιμόταν μια φώκια. Λίγο πιο κει ήταν το κλουβί ενός λιονταριού, παραδίπλα το κλουβί δύο πιθήκων, απέναντι το κλουβί ενός ελέφαντα και ανάμεσα στα κλουβιά των παπαγάλων και των φιδιών, ήταν και το κλουβί της μεγάλης αρκούδας. Πριν προλάβει να καταλάβει πού βρίσκεται, ένας κοντός άνθρωπος κρατώντας ένα μεταλλικό κουβά πλησίασε τη φώκια και της έδωσε δυο ψαράκια λέγοντας: «Πώς είναι σήμερα η τραυματίας μας; Είσαι έτοιμη για την αποψινή παράσταση;»

-Παράσταση; αναρωτήθηκε ο Τιμόν. Μόνο που πρέπει να αναρωτήθηκε δυνατά, γιατί η φώκια του απάντησε:

-Παράσταση! Αφού βρισκόμαστε σε τσίρκο;

-Τι είναι τσίρκο; ξαναρώτησε ο Τιμόν.

-Χμ… κατάλαβα! Καινούριος εδώ, ε; χαμογέλασε πικρά η φώκια. Τσίρκο είναι ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μας βάζουν να κάνουμε διάφορα νούμερα για να διασκεδάζουν. Και όταν κάτι δεν πάει καλά…

-Ε, τι; ρώτησε όλο αγωνία ο Τιμόν.

-Ε, υπάρχει ο θηριοδαμαστής που φροντίζει να μάθουμε το νούμερό μας, είτε με το καλό είτε με το άγριο. Να, βλέπεις το πόδι μου; είπε η φώκια και έδειξε το πίσω αριστερό της πόδι.

Ο Τιμόν γούρλωσε στη θέα του τραύματος.

-Και όλο αυτό στο έκανε αυτός ο άνθρωπος με τα ψάρια; ρώτησε με φωνή που έτρεμε.

-Όχι, όχι! Ο Λίο είναι φίλος μας! Μας αγαπάει και μας φροντίζει. Μας ταΐζει, μας περιποιείται, μας τραγουδάει και, καμιά φορά, παίζει μαζί μας. Ο θηριοδαμαστής το έκανε, με το μαστίγιό του. Δεν ήμουν όσο γρήγορη ήθελε, κατάλαβες;

Ο Τιμόν έσκυψε το κεφαλάκι του και δε ρώτησε τίποτα άλλο. Το επόμενο πρωί θα μάθαινε από πρώτο χέρι τι σήμαινε «παράσταση», «νούμερο» και «θηριοδαμαστής»…

Πίσω στη ζούγκλα ο καιρός περνούσε βασανιστικά αργά για την Τιμάν, η οποία, από γλυκιά κι αξιαγάπητη τίγρη που έσφυζε από ζωή, είχε μετατραπεί σε άγρια και θλιμμένη απειλή για όποιο ζώο την πλησίαζε.

Κάποια μέρα, τα ευαίσθητα ρουθούνια της «έπιασαν» τη μυρωδιά ανθρώπου να κινείται στην περιοχή. Τα μάτια της γυάλισαν, τα αφτιά της τεντώθηκαν νευρικά και μ’ ένα σάλτο ανασηκώθηκε και γρύλισε προς τον άνθρωπο με τη στολή που στεκόταν μπροστά της. Εκείνος, αν και ξαφνιάστηκε, δεν έδειξε ν’ ανησυχεί ιδιαίτερα και, θαρραλέα, έκανε άλλα δυο βήματα για να πλησιάσει την Τιμάν, η οποία πια έδειχνε με μίσος τα δόντια της.

-Είστε η κυρία Τιμάν; ρώτησε ο ατρόμητος άνθρωπος με την μπλε στολή και το καπέλο.

-Πώς ξέρεις τ’ όνομά μου; απάντησε με ερώτηση η τίγρη.

-Είστε η κυρία Τιμάν, η μητέρα του Τιμόν; επέμενε ο άνδρας με την μπλε στολή.

Η Τιμάν γαλήνεψε και κοίταξε με βουρκωμένο βλέμμα τον άνθρωπο που ήξερε την ίδια και το γιο της. Έγνεψε «ναι» με το κεφάλι της και πλησίασε περισσότερο.

-Είμαι ο Πέτρος, ο ταχυδρόμος, συστήθηκε ο άνδρας με τη στολή βγάζοντας το καπέλο του.

Τότε η Τιμάν πρόσεξε τη μεγάλη καφέ τσάντα που κρεμόταν αρκετά φουσκωμένη στο δεξί πλευρό του ανθρώπου.

-Έχω ένα γράμμα για εσάς, κυρία μου, είπε με επίσημο ύφος ο ταχυδρόμος.

-Γράμμα; Από ποιον; αναρωτήθηκε και με το δίκιο της η Τιμάν.

-Γράμμα από το γιο σας, απάντησε ο ταχυδρόμος κοιτώντας την τίγρη στα μάτια.

-Από ποιον; γρύλισε ξαφνιασμένη η τίγρη. Ο γιος μου πάει ένας χρόνος που πιάστηκε αιχμάλωτος από κάποιους απαίσιους ανθρώπους!

-Ησυχάστε, κυρία μου, είπε ο ταχυδρόμος. Ο γιος σας αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε πολύ καλά χέρια και χαίρει άκρας υγείας! Σας διαβεβαιώνω είναι μια χαρά, αλλά, ορίστε, διαβάστε και μόνη σας.

Σε λίγα λεπτά η Τιμάν δακρυσμένη διάβαζε τα νέα του μωρού της. Ο Τιμόν τής έλεγε πώς οι άνθρωποι τον αιχμαλώτισαν και πώς κατέληξε σε τσίρκο να κάνει νούμερα για τη διασκέδαση του κόσμου. Επίσης της έγραφε πως τώρα ήταν ελεύθερος και ανυπομονούσε να γυρίσει πίσω στη ζούγκλα, κοντά της.

-Ο γιος μου σε τσίρκο; φώναξε έντρομη η Τιμάν. Και πώς κατάφερε να αποδράσει από τέτοιο κολαστήριο;

-Ησυχάστε, κυρία μου. Θα σας εξηγήσω αμέσως. Πριν από ένα μήνα ακριβώς, ένα περιοδεύον τσίρκο βρέθηκε στην πόλη μου και αποφάσισα να πάρω τα παιδιά μου και να πάμε να δούμε τα ζώα, τους κλόουν και τους ακροβάτες. Μαζί μου, πήρα και μια φίλη μου που τρελαίνεται να κάνει ταχυδακτυλουργικά κόλπα. Από πάντα, βλέπετε, ήθελε να γίνει μάγισσα και όλο κάτι μαντζούνια φτιάχνει, όλο κάτι ταχυδακτυλουργικά κόλπα κάνει και τα μεν μαντζούνια που μας υποχρεώνει να δοκιμάσουμε μας κάνουν να τρέχουμε στην τουαλέτα, τα δε ταχυδακτυλουργικά κόλπα όλο σε μπελάδες μάς βάζουν. Όμως της έχει μείνει ο καημός κι έτσι κάθε παράσταση ταχυδακτυλουργών και μάγων που δίνεται στην πόλη μας σπεύδει να την παρακολουθήσει και να θαυμάσει. Για να μην τα πολυλογώ, κι εκείνη τη μέρα πήγαμε στο τσίρκο παρέα.

Αφού θαυμάσαμε τα υπέροχα κόλπα των ακροβατών, των κλόουν, των ταχυδακτυλουργών, σειρά είχαν τα καταπληκτικά νούμερα των ζώων. Όμως, ενώ ο κόσμος χειροκροτούσε ενθουσιασμένος, παρατήρησα πως τα καημένα τα ζώα καθόλου δεν το διασκέδαζαν και κάθε άλλο παρά ευτυχισμένα ήταν. Έσκυψα, λοιπόν, στο αφτί της φίλης μου της… τρελής μάγισσας και της είπα: «Για δες εκείνο εκεί το τιγράκι. Έχεις δει πιο μελαγχολικά μάτια ποτέ;» «Σαν να μου φαίνεται πως δεν περνούν καθόλου καλά εδώ μέσα τα κακόμοιρα», είπε η φίλη μου και άνοιξε την τσάντα της. Την είδα να ανακατεύει κάτι μπουκαλάκια, να ανοιγοκλείνει κάτι φακελάκια, να κινεί πέρα δώθε κάτι ραβδάκια, την άκουσα να μουρμουρίζει κάτι ακαταλαβίστικα λόγια και, ξαφνικά, όλοι οι άνθρωποι στο τσίρκο πάγωσαν! Έμειναν κόκαλο! Ακόμα και το μαστίγιο του θηριοδαμαστή έμεινε στον αέρα! Μόνο τα ζώα μπορούσαν να κινηθούν. Περίμεναν τις εντολές που έπρεπε να εκτελέσουν, αλλά τίποτα! Ακόμα και η φωτιά που έκαιγε γύρω από ένα στεφάνι είχε μείνει ακίνητη! Τα ζώα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και, σαν να ‘χα συνεννοηθεί από πριν, κινήθηκαν όλα μαζί τρέχοντας προς την έξοδο. Μόλις απομακρύνθηκαν αρκετά, η φίλη μου κίνησε πάλι τα ραβδάκια της και όλοι έγιναν όπως πριν. Μόνο που τώρα πια τα ζώα είχαν γίνει… καπνός!

Έτσι κατάφερε κι ο γιος σας να ξεφύγει, κυρία Τιμάν και να καταλήξει στο γκαράζ της φίλης μου της… μάγισσας. Σ’ εκείνην διηγήθηκε την περιπέτειά του και, μιας κι εγώ είμαι ταχυδρόμος, μου παρέδωσε αυτό το γράμμα για εσάς. Ήταν σίγουρος ότι θα ανησυχούσατε με την εξαφάνισή του. Σας υπόσχομαι όμως ότι μέσα σε λίγες μέρες, ο μικρός Τιμόν θα ‘ναι εδώ, κοντά σας και αυτό θα το φροντίσω εγώ ο ίδιος!

Η Τιμάν, που τόση ώρα άκουγε άφωνη και δακρυσμένη, ευχαρίστησε τον ταχυδρόμο και τον συνόδευσε ως την άκρη της ζούγκλας. Έμεινε μάλιστα εκεί, ακίνητη, περιμένοντας κάθε μέρα την άφιξη του γιου της.

Πραγματικά, κατά το ηλιοβασίλεμα της τέταρτης μέρας, ο μικρός Τιμόν έπεφτε στην αγκαλιά της μαμάς του γεμίζοντάς τη φιλιά. Από τότε ζουν ευτυχισμένοι στη ζούγκλα μακριά από τους ενοχλητικούς και μοχθηρούς ανθρώπους.


Στα Πρωτάκια μου που με προκαλούν να κάνω… μαγικά!

Ηράκλειο, 12/10/2011