21/5/09

Πρό(σ)κληση από το Μάρκο

Μια φορά κι έναν καιρό, βαθιά μες στο μεγάλο δάσος, ζούσε ένα μικρό, συμπαθητικό κι αξιαγάπητο αρκουδάκι. Του άρεσε να παίζει όλη μέρα ξυπόλητο και να κάνει ποδήλατο και πατίνι με τους φίλους του. Επίσης τρελαινόταν να τρώει γλυκά˙ μελόπιτες, τούρτες, καραμέλες και σοκολάτες. Λιχούδικο όπως ήταν καταβρόχθιζε τεράστιες ποσότητες γλυκών κι έπειτα, χόρταινε και δεν μπορούσε να φάει το φαγητό του.

Το αρκουδάκι αυτό είχε ένα παππού, σοφό. Δάσκαλο μεγάλο και τρανό. Καθωσπρέπει, με ευγενικούς τρόπους, ντυμένο με κοστούμι και παπιγιόν. «Φόρεσε, επιτέλους, τα υποδήματά σου!» φώναζε στο αρκουδάκι που ποτέ δεν τον άκουγε και όλο έτρεχε ξυπόλητο μέσα στο δάσος. «Θα πατήσεις κανένα αγκάθι και θα τρέχουμε στο γιατρό», επέμενε ο παππούς, μα το αρκουδάκι δεν άκουγε. «Σταμάτα να τρως συνεχώς γλυκά! Θα πάθεις δηλητηρίαση τρώγοντας αυτές τις έωλες λιχουδιές! Έλα στο τραπέζι! Η καλομοίρα η μητέρα σου έφτιαξε πεντανόστιμο και υγιεινό μουσακά!» Τίποτα. Το αρκουδάκι το χαβά του. «Άνοιξε, βρε παιδάκι μου, κανένα βιβλίο! Πιάσε κανένα χαρτί και κανένα κονδυλοφόρο! Πρέπει να μάθεις γράμματα, να μορφωθείς! Πώς θα βγεις, αύριο μεθαύριο, στην κοινωνία του δάσους; Πώς θα μπορέσεις να μιλήσεις, να συνεννοηθείς, να πείσεις; Έτσι; Τα επιχειρήματά σου θα είναι έωλα και κανείς δε θα σε παίρνει στα σοβαρά, αν δε διαθέτεις μόρφωση.», επέμενε ο παππούς, αλλά άδικα έχανε τον καιρό του.

Το αρκουδάκι ευχαριστιόταν παιχνίδι και ξεγνοιασιά και ούτε λόγος για σχολείο και διάβασμα. Σιγά μην άφηνε τον ήλιο και τις σκανταλιές για να κλειστεί μέσα και να σκοτίζει το μυαλουδάκι του με γραμματική και γεωμετρία!

Ένα πρωινό όμως, ενώ το αρκουδάκι έκανε πατίνι, ένα μεγάλο βελανίδι βρέθηκε μπροστά από τον τροχό και να σου το αρκουδάκι φαρδύ πλατύ κάτω να κλαίει και να χτυπιέται από τον πόνο! Λαχανιασμένοι έφτασαν εκεί η μαμά και ο παππούς του και έτρεξαν το αρκουδάκι γρήγορα στο γιατρό. «Διάστρεμμα, μικρέ μου ταραξία» είπε εκείνος και έδεσε το χέρι του περίλυπου αρκούδου σ’ ένα μαντίλι. «Θα πρέπει να μείνεις αρκετές μέρες μέσα, έχοντας πάντα το χέρι σου περασμένο στο μαντίλι. Και μακριά από σκαρφαλώματα, κυνηγητά, πατίνια και ποδήλατα, κατάλαβες;». «Και τι θα κάνω τόσες μέρες μέσα;» κλαψούρισε το αρκουδάκι. «Ευκαιρία να διαβάσουμε καμιά ιστορία και να φας κανένα φαγητό της προκοπής», είπε η μαμά του χαμογελώντας. Κατάλαβε ότι το τραύμα δεν ήταν σοβαρό, όμως ήταν ικανό να κάνει το καμάρι της να μείνει στο σπίτι φρόνιμο για κάμποσες μέρες.

Το αρκουδάκι έφυγε από το ιατρείο σκεφτικό και στενοχωρημένο. Ήταν βέβαιο ότι εκτός από τον πόνο του χεριού του, θα έπρεπε να υποστεί και τον παππού του να του λέει ιστορίες μιλώντας, πολλές φορές, ακαταλαβίστικα. Από την άλλη, σκεφτόταν πως μάλλον θα έπρεπε να στερηθεί τις λιχουδιές που τόσο αγαπούσε και η θλίψη του μεγάλωνε.

Τελικά τα πράγματα δεν ήταν και τόσο τραγικά. Το αρκουδάκι δοκίμασε για πρώτη, ίσως, φορά στη ζωή του να φάει ζεστό φαγητό, αντί για ένα σωρό ανθυγιεινές λιχουδιές. Βρήκε μάλιστα το μουσακά της μαμάς του καταπληκτικό! Επίσης άκουσε με δέος τις ιστορίες του παππού του για τους φοβερούς και τρομερούς ανθρώπους που κάνουν επιδρομές στα δάση, κόβουν ξύλα, καίνε δέντρα, σκοτώνουν αρκούδες για χόμπι και αποφάσισε να γίνει… δικηγόρος των αρκούδων. Μάλιστα! Ο μικρός ταραξίας που άλλο δεν είχε στο νου του από τις βόλτες, τις σκανταλιές και… τις μελόπιτες, συγκινήθηκε από το δράμα των προγόνων του και θέλησε να υπερασπιστεί τα δίκαια του είδους του.

Ο παππούς του δεν πίστευε στ’ αφτιά του, ακούγοντας το αρκουδάκι με σοβαρό ύφος να δηλώνει τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για το μέλλον. Εντυπωσιάστηκε, μάλιστα, περισσότερο, όταν είδε τον εγγονό του να αλλάζει τρόπο ζωής και να ενδιαφέρεται πραγματικά για τη μόρφωσή του.

Σε λίγο καιρό ο μικρός ταραξίας με τα κυνηγητά και τα πατίνια μετατράπηκε σε ένα μελετηρό και συνετό αρκουδάκι, με τρομερή ικανότητα λόγου. Μεγαλώνοντας έγινε ένας λαμπρός δικηγόρος που υπερασπιζόταν τα δικαιώματα των αρκούδων με θάρρος και βάσιμα επιχειρήματα. Κατάφερε μάλιστα να πείσει πολλούς ανθρώπους να εγκαταλείψουν το κυνήγι αρκούδων και να σταματήσουν την καταστροφή του φυσικού τους περιβάλλοντος. Έτσι, έγινε διάσημο σ’ όλο τον κόσμο και παράδειγμα μίμησης για τα άλλα αρκουδάκια.


Σημείωση: Το συγκεκριμένο ποστ ήταν απάντηση στην πρό(σ)κληση του Μάρκου για να παίξω στο γνωστό παιχνίδι κατά το οποίο παίρνουμε 5 λέξεις και τους αλλάζουμε τα φώτα... εεε... εννοώ... γράφουμε μια ιστορία! Το κειμενάκι κατάντησε ΠΑΛΙ δασκαλίστικο, αλλά τι να κάνουμε; Θα μου περάσει! :):):)


14.3.07


12/5/09

Η ποντικίνα και ο ήλιος

Διασκευή του λαϊκού παραμυθιού
"Ο ποντικός και η θυγατέρα του"
από τα παιδιά της Δ' Δημοτικού Αυλιωτών (2006-2007)

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας ποντικός που είχε μια θυγατέρα πολύ όμορφη. Ήθελε να την παντρέψει, όμως δεν ήθελε να τη δώσει σε ποντικό. Αναζητούσε ένα ξεχωριστό γαμπρό για την κόρη του, επειδή κι εκείνη ήταν ξεχωριστή. Η ποντικίνα ήταν μικρόσωμη, με δυο μικρά γκριζωπά αφτάκια και μια χαριτωμένη ουρά που την κουνούσε συνεχώς ναζιάρικα.



Ο γερο-ποντικός τριγυρνούσε εδώ κι εκεί βυθισμένος στις σκέψεις του. Ο βοριάς περνώντας από ‘κεί κοντά τον καλημέρισε. Τότε ο ποντικός σήκωσε το κεφάλι του και αντίκρισε ένα σύννεφο με φουσκωμένα μάγουλα.

-Καλημέρα κυρ βοριά! έκανε ο ποντικός.

-Καλημέρα κυρ ποντικέ! Σε παρακολουθώ εδώ και ώρα και σε βλέπω πολύ σκεφτικό και προβληματισμένο. Τι συμβαίνει;

-Να, κυρ βοριά, μέρες ψάχνω να βρω τον καταλληλότερο γαμπρό για την κόρη μου. Είναι πολύ όμορφη, ξέρεις, και ψάχνω να βρω τον ιδανικό σύζυγο γι’ αυτήν.

-Αχ, κυρ ποντικέ μου! Νομίζω πως είσαι ο πιο τυχερός ποντικός στον κόσμο. Σήμερα το πρωί, καθώς περνούσα από το κάστρο, πέρα μακριά, είδα το πιο όμορφο πλάσμα του κόσμου!



Αυτός που είχε περιγράψει ο βοριάς με τόσο όμορφες λέξεις ήταν ο ήλιος.

-Σύρε στο παλάτι του και μίλησέ του, πρότεινε ο βοριάς στον ποντικό.

-Αχ! βοριά μου, να ‘ξερες τι χαρά μου δίνεις!

-Θα φυσήξω να ‘ρθει ένα σύννεφο. Άμαξα θα γίνει για σένα ποντικέ, για να σε πάει στο όμορφο παλάτι του ήλιου.

Το σύννεφο δεν άργησε να έρθει και μια και δυο ο ποντικός βρέθηκε στη ράχη του να ταξιδεύει.



Το βράδυ ο ποντικός έφτασε στο παλάτι του ήλιου. Χτύπησε την πόρτα και στο άνοιγμά της το δυνατό φως του οικοδεσπότη τον τύφλωσε.

-Γεια σου, μικροσκοπικέ μου φίλε! είπε ο ήλιος. Πώς μπορώ να σου φανώ χρήσιμος;

-Να, ήλιε μου, εδώ και καιρό ψάχνω ένα σύζυγο αντάξιο της ομορφιάς της κόρης μου και άλλον πιο λαμπερό, πιο όμορφο και πιο δυνατό από σένα, δε βρήκα όσο κι αν παιδεύτηκα.

Μόλις άκουσε αυτά τα λόγια ο ήλιος τα ‘χασε και τοκίτρινο χρώμα του μετατράπηκε σε… πορτοκαλί!



Όμως γρήγορα συνήλθε και είπε στον ποντικό:


-Άμα είναι έτσι όπως τα λες, φέρε μου την κόρη σου να τη δω και τότε, αμέσως, θα κανονίσουμε την ημερομηνία του γάμου. Νομίζω ότι είναι η ώρα μου να παντρευτώ. Τόσα χρόνια γυρίζω μοναχός μου στον ατέλειωτο γαλάζιο ουρανό.

Ο ποντικός πέταξε απ’ τη χαρά του ακούγοντας τα λόγια του ήλιου. Πήδηξε βιαστικά σ’ ένα σύννεφο και κατέβηκε στη γη για να πει τα ευχάριστα νέα στη θυγατέρα του. Εκείνη τον άκουσε σκεφτική. Θεωρούσε αταίριαστο ένα τέτοιο γάμο. Παρ’ όλ’ αυτά, η επιμονή του πατέρα της την έκανε να πειστεί και να δεχτεί να συναντήσει τον ήλιο στο παλάτι του.



Τελικά ο γάμος έγινε και η τελετή ήταν πολύ λαμπερή, όπως θα ταίριαζε στους δυο συζύγους. Τα σύννεφα έγιναν σκαλιά για να ανεβεί η νύφη στον ουρανό, τα πουλιά κελαηδούσαν χαρούμενα και τα δέντρα πρόσφεραν τη σκιά τους, κάτω από την οποία στήθηκε τρικούβερτο γλέντι για τους καλεσμένους. Οι ποντικοί φούσκωναν από την περηφάνια τους. Μια ποντικίνα παντρεύεται με τον ήλιο! Όρθιοι στη σειρά κοιτούσαν χαμογελαστοί, με θαυμασμό το ζευγάρι.



Ο χρόνος κυλούσε, όμως η ποντικίνα δεν ήταν ευχαριστημένη από το γάμο της. Έτσι, ζήτησε από τον ήλιο να πάει να δει τον πατέρα της που της είχε λείψει πάρα πολύ. Ο ήλιος την άφησε και η ποντικίνα μ’ ένα σύννεφο κατέβηκε στη γη κι έτρεξε στο πατρικό της.

Ο πατέρας της την είδε λυπημένη μπροστά του και ξαφνιάστηκε πολύ.

-Τι συμβαίνει, κόρη μου; Τι θέλεις τέτοια ώρα εδώ και γιατί είσαι τόσο στενοχωρημένη; ρώτησε ο ποντικός.

-Να, πατέρα μου, απάντησε εκείνη, δεν τα πάμε πολύ καλά με τον ήλιο. Όλη μέρα λείπει από το σπίτι κι εγώ μένω ατελείωτες ώρες μονάχη. Όταν επιστρέφει το βράδυ, εγώ ξυπνώ από τη λάμψη του, ενώ εκείνος κοιμάται του καλού καιρού ροχαλίζοντας. Επίσης, πατέρα, συνέχισε η ποντικίνα, συχνά τσακωνόμαστε και για το θέμα του φαγητού. Εγώ μόνο τυρί ξέρω να μαγειρεύω! Μα μόλις πλησιάζω το πιάτο κοντά στον άντρα μου, το τυρί λιώνει και η γκρίνια του είναι ανυπόφορη. Άσε που δεν μπορώ να αφήσω το σπίτι ασυγύριστο ούτε στιγμή! Βλέπει τα πάντα με το φως του και μου φωνάζει. Αχ, πατέρα, δεν αντέχω άλλο κοντά του!



Ο ποντικός που τόση ώρα άκουγε στενοχωρημένος πρότεινε στην κόρη του:

-Μπορείς να μείνεις για λίγο καιρό μαζί μου, μέχρι να δούμε τι θα γίνει.

Η ποντικίνα χάρηκε και ανακουφίστηκε από την πρόταση του πατέρα της. Έτσι, αποφάσισε να μείνει για λίγες μέρες κοντά του και να σκεφτεί τι θα γίνει με τον ήλιο.


Πέρασαν μερικές μέρες και η ποντικίνα φαινόταν να έχει ξεχάσει τα προβλήματά της. Η ζωή της είχε γίνει λίγο πιο χαρούμενη στο μικρό χωριό κάτω από τη γη.

Ένα μεσημέρι η ποντικίνα σιδέρωνε μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού της. Ξαφνικά άκουσε ξέπνοα βογκητά να έρχονται από το δρόμο. Βγήκε έξω τρομαγμένη και αντίκρισε ένα τραυματισμένο ποντικό. Πλησίασε, τον βοήθησε να σηκωθεί και τον πήρε μέσα στο σπίτι για να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Του έδεσε προσεχτικά το πόδι και τον άφησε στο κρεβάτι της να ξεκουραστεί. Ώσπου εκείνος να ξυπνήσει, η ποντικίνα τού ετοίμασε τυρόσουπα για να τον περιποιηθεί.

Όταν ο ποντικός άνοιξε τα μάτια του, αντίκρισε την ποντικίνα να του χαμογελά.

-Πού βρίσκομαι; Ποια είσαι εσύ και τι συνέβη; ρώτησε ο ποντικός.

-Μη φοβάσαι, τον καθησύχασε η ποντικίνα. Σε βρήκα στο δρόμο έξω χτυπημένο και σ’ έφερα εδώ για να σε φροντίσω.

Ο ποντικός καθώς κοίταζε στην ποντικίνα διέκρινε μια λάμψη στα μάτια της και μια καλοσύνη. Της εξήγησε πως μια αγριόγατα ήταν η αιτία του τραυματισμού του και την ευχαρίστησε για τη βοήθεια που του πρόσφερε αλλά και για τη φιλοξενία.

Σε λίγη ώρα ο ποντικός ένιωθε πολύ καλύτερα και η κουβέντα τους με την ποντικίνα συνεχίστηκε για αρκετή ώρα. Σαν έμαθε για το γάμο της με τον ήλιο και τα προβλήματα που αντιμετώπιζε λυπήθηκε και θύμωσε ταυτόχρονα.

Το βραδάκι ο γερο-ποντικός επέστρεψε στο σπίτι και η θυγατέρα του του εξήγησε πώς βρέθηκε εκεί ο τραυματισμένος νεαρός. Η κουβέντα ανάμεσα στα ποντικάκια μας συνεχίστηκε και ο γερο-ποντικός διαπίστωνε, όσο περνούσε η ώρα και πιο πολύ , ότι η παρέα του νεαρού ποντικού ευχαριστούσε ιδιαίτερα τη θυγατέρα του.

Η ώρα είχε περάσει αρκετά και ο γερο-ποντικός με την κόρη του άφησαν τον τραυματία να ξεκουραστεί. Εκεί, στο διπλανό δωμάτιο, ο πατέρας είπε στην κόρη του:

-Μπράβο, κόρη μου! σήμερα βοήθησες κάποιον που είχε πραγματικά ανάγκη.

-Το ξέρω, πατέρα, έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου, απάντησε ντροπαλά η ποντικίνα.

-Από την κουβέντα μαζί του κατάλαβα ότι πρόκειται για ένα σωστό και αντρειωμένο ποντικό. Παρατήρησα μάλιστα, συνέχισε ο ποντικός, ότι σου κάνει καλό η παρέα του.

Τα μάγουλα της ποντικίνας κοκκίνισαν σαν τριαντάφυλλα, αλλά δε μίλησε.



Πέρασαν μερικές μέρες και ο τραυματισμένος ποντικός έγινε εντελώς καλά. Έφτασε όμως κι η ώρα που η ποντικίνα έπρεπε να γυρίσει στον ήλιο. Ετοίμαζε τα πράγματά της λυπημένη, ώσπου ο ποντικός χτύπησε την πόρτα του δωματίου της και μπήκε μέσα.

-Βλέπω τη θλίψη στα μάτια σου και καταλαβαίνω ότι δε θες να επιστρέψεις στο παλάτι του ήλιου. Άσε με να έρθω μαζί σου και σου υπόσχομαι ότι όλα θα διορθωθούν!

Η ποντικίνα δέχτηκε και το επόμενο βράδυ τα δυο νεαρά ποντίκια ξεκίνησαν για το παλάτι του ήλιου. Όταν έφτασαν, βρήκαν τον ήλιο να κοιμάται. Τον ξύπνησαν και τότε ο ποντικός πήρε το λόγο και εξήγησε στον ήλιο πώς βρέθηκαν εκεί και ότι η ποντικίνα θα ζούσε καλύτερα εάν παντρευόταν κάποιον όμοιό της.


Ο ήλιος άκουγε σκεφτικός. Προς έκπληξη των δύο νεαρών ποντικιών δεν διαφώνησε μαζί τους. Ήθελε κι εκείνος να ζήσει ελεύθερος και να γυρνά αδιάκοπα στο γαλανό ουρανό. Ο ποντικός αγκάλιασε την ποντικίνα και κατέβηκαν στη μικρή τους πολιτεία κάτω απ’ τη γη καταχαρούμενοι.

Ο γερο-ποντικός περίμενε όλο αγωνία στο σπίτι, ελπίζοντας ν’ ακούσει ευχάριστα νέα από τη θυγατέρα του. Μόλις τα δυο παιδιά μπήκαν μέσα ο πατέρας άρχισε τις ερωτήσεις:

-Τι σου είπε ο ήλιος, κόρη μου; Συμφώνησε να σ’ αφήσει να ζήσεις με κάποιον που σου ταιριάζει καλύτερα;

-Ναι, πατέρα. Του μιλήσαμε και συμφώνησε μαζί μας. Δεν έφερε καμία αντίρρηση.

Ένας αναστεναγμός ανακούφισης έφυγε από το στήθος του γερο-ποντικού. Χάρηκε πολύ, γιατί, αν ο ήλιος διαφωνούσε στην πρόταση που του έκαναν τα δυο παιδιά, τους περίμεναν όλους πολλά μπλεξίματα...

Τελικά, ο γάμος των δυο νεαρών ποντικιών δεν άργησε να γίνει. Μάλιστα ήταν πιο λαμπρός από τον προηγούμενο γάμο της ποντικίνας με τον ήλιο και η νύφη ήταν πραγματικά ευτυχισμένη στο πλευρό του αγαπημένου της. Όλοι οι συγγενείς του ζευγαριού ήταν μαζεμένοι εκεί. Γλεντούσαν και καμάρωναν χαρούμενοι και ικανοποιημένοι. Το γλέντι μάλιστα κράτησε τρεις μέρες και τρεις νύχτες και όλοι εύχονταν στο ζευγάρι να ζήσει ευτυχισμένο μέχρι τα βαθιά γεράματα.



Οι ευχές έπιασαν! Κι έτσι… έζησαν αυτοί καλά και εμείς… καλύτερα!

23.2.07