29/1/12

Τα τρία μολυβάκια και η μεγάλη κακιά γόμα

Μια φορά κι έναν καιρό, σε μια όμορφη πορτοκαλί κασετίνα, ζούσαν τρία μολυβάκια. Κάποια μέρα, το παιδί στο οποίο ανήκε η κασετίνα, την άνοιξε, έβγαλε τα μολυβάκια του και έγραψε σε ένα λευκό χαρτί μερικές σπάνιες λέξεις, όπως: Αγάπη, Σεβασμός, Ευγένεια, Φιλία, Χαρά, Ευδιαθεσία, Ελπίδα, Χαμόγελο... και θα συνέχιζε, αν εκείνη τη στιγμή δεν έβλεπε τη μαμά του να βγαίνει απογοητευμένη από το μεγάλο γραφείο στου οποίου την πόρτα έγραφε: "Διεύθυνση προσωπικού". Η μαμά του το πλησίασε, το άρπαξε από το χέρι και έφυγαν βιαστικά. Έτσι, η πορτοκαλί κασετίνα έμεινε μόνη της πάνω στη μαύρη καρέκλα, δίπλα στο λευκό χαρτί με τις σπάνιες λέξεις.

Αφού πέρασε κάμποση ώρα και τα μολυβάκια κατάλαβαν ότι είχαν μείνει πια μόνα τους, άρχισαν να αναρωτιούνται και να ανησυχούν για την τύχη τους.

-Μα... πού πήγε; ακούστηκε πρώτο το παρδαλό μολυβάκι με το αστείο παιχνιδάκι που κουβαλούσε στο κεφάλι του.
-Έλα, ντε! Να δεις που έφυγε οριστικά και μας παράτησε εδώ! είπε το μολυβάκι με τις κόκκινες ρίγες.
-Και τώρα τι θα γίνουμε; ξαναρώτησε το αστειωπό μολυβάκι, έτοιμο να βάλει τα κλάματα.
-Νομίζω πως, τώρα πια, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μόνοι μας, ακούστηκε σοβαρό το τρίτο μολυβάκι, που κουβαλούσε μια κοκκινωπή γόμα στο κεφαλάκι του.
-Κι εμάς τι μας έβαλε εδώ; ακούστηκε μια ροζ φωνή από το λευκό χαρτί.

Τα μολυβάκια έσκυψαν στο χαρτί και είδαν τις λεξούλες ανήσυχες όσο ποτέ.

-Μείναμε εκτεθειμένες και μόνες!, κλαψούρισε η Ευγένεια.
-Μην ανησυχείς, είμαστε όλες μαζί, προσπάθησε να την καθησυχάσει η Φιλία.
-Και τι μ' αυτό; Κανείς δε μας αναγνωρίζει πια, συνέχισε με σκυμμένο το κεφάλι η Αγάπη.
-Δεν μπορεί, κάποιος θα βρεθεί να μας αγκαλιάσει, πετάχτηκε η Ελπίδα από τη μέση της σελίδας.
-Να δείτε που από στιγμή σε στιγμή θα γυρίσει το παιδί να μας χρωματίσει όπως σκόπευε και να μας χαρίσει στη μαμά του, πετάχτηκε ζωηρή η Ευδιαθεσία.

Τα μολυβάκια κοιτάχτηκαν με νόημα και χωρίς να πουν λέξη έπιασαν αμέσως δουλειά. Το παρδαλό μολυβάκι έφτιαξε στην κορυφή της σελίδας, γρήγορα γρήγορα, σχεδόν μονοκοντυλιά, ένα αστείο σπιτάκι. Έπειτα φώναξε στις σπάνιες λέξεις:

-Λεξούλες μου, κοπιάστε! Έτοιμο το σπιτάκι σας! Σας περιμένει ώσπου να γυρίσει το παιδί και να σας ζωγραφίσει όπως είχε σκοπό.

Οι λέξεις, χαρούμενες, έτρεξαν και χώθηκαν, η μια μετά την άλλη, στο αστειωπό σπιτάκι του παρδαλού μολυβιού.

Λίγο παρακάτω, το δεύτερο μολυβάκι, με τις κόκκινες ρίγες, έφτιαχνε ένα ομορφότερο σπιτάκι, με ίσιες γραμμές και όμορφα παράθυρα. Έβαλε και μια καμινάδα να καπνίζει και έκλεισε καλά την ορθογώνια πόρτα με το στρογγυλό πόμολο. Προς το τέλος του λευκού χαρτιού, το τρίτο μολυβάκι, με την κοκκινωπή γόμα στο κεφαλάκι του, είχε βαλθεί να σχεδιάσει ένα πανέμορφο, διώροφο σπίτι, με τοίχους από τούβλα, εξώστες και μπαλκόνια με κάγκελα, σκεπή από κεραμίδια και σκάλα από μάρμαρο. Μέχρι και μια όμορφη, πέτρινη μάντρα σχεδίασε γύρω από το σπίτι, για να το κάνει να φαίνεται ακόμα πιο ασφαλές. Στη συνέχεια, φρόντισε να σχεδιάσει ένα όμορφο αλσάκι γύρω από το σπίτι του, με πυκνή βλάστηση και μεγάλα, σκιερά δέντρα. Κουράστηκε αρκετά, μα το αποτέλεσμα το αποζημίωσε. Τέλος, άνοιξε τη μεγάλη ξύλινη πόρτα που είχε σχεδιάσει και έκατσε να ξεκουραστεί στο ευρύχωρο καθιστικό με τους όμορφους καναπέδες.

Οι σπάνιες λέξεις είχαν αρχίσει να νιώθουν και πάλι χαρούμενες και χαχάνιζαν στο αστείο σπιτάκι του παρδαλού μολυβιού, διασκεδάζοντας με τα ανέκδοτα και τα αστεία που τους έλεγε. Όμως, δυστυχώς, τα γέλια και τα χάχανά τους ενόχλησαν τη μεγάλη κακιά γόμα που βγήκε από την πορτοκαλί κασετίνα και σύρθηκε στο λευκό χαρτί, όλο λύσσα και κακία. Πλησίασε το σπιτάκι-μονοκοντυλιά και φώναξε άγρια από το πρόχειρο παράθυρο:

-Σταματήστε, επιτέλους, τη φασαρία και βγείτε αμέσως έξω!

Οι σπάνιες λεξούλες τρομοκρατήθηκαν! Σταμάτησαν αμέσως τα γέλια και τα πειράγματα και άφησαν στον άντρα της παρέας να τα βγάλει πέρα. Έτσι, ο Σεβασμός, με περίσσιο θάρρος, πήρε το λόγο και απάντησε στην κακιά γόμα:

-Συγγνώμη για τη φασαρία, κυρα-Γόμα. Δεν θα επαναληφθεί. Έχεις απόλυτο δίκιο που ζητάς την ησυχία σου, μα κι εμείς προσπαθούσαμε να ξεπεράσουμε τη θλίψη μας. Σου υπόσχομαι ότι θα σταματήσουμε τη φασαρία και θα συμβιώσουμε αρμονικά, ώσπου να γυρίσει το παιδί.
-Τι να τις κάνω τις υποσχέσεις σου; φώναξε θυμωμένη η κακιά γόμα. Βγείτε αμέσως έξω, να λογαριαστούμε!

Οι λεξούλες κοιτάχτηκαν τρομαγμένες και το αστείο μολυβάκι φώναξε μέσα από το σπίτι του:
-Να φύγεις, κακιά Γόμα! Δε βγαίνουμε έξω και θα συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι μας αρέσει!

Και τότε, η μεγάλη κακιά γόμα έπεσε με ορμή πάνω στο σπιτάκι-μονοκοντυλιά και άρχισε να σβήνει πρώτα την πόρτα και αμέσως μετά τη μονοκόμματη γραμμή του τοίχου. Οι λέξεις φάνηκαν να τρέμουν από το φόβο τους και τότε, όλες μαζί, άρχισαν να τρέχουν προς το σπίτι του δεύτερου μολυβιού, που ήταν ζωγραφισμένο στο κέντρο της σελίδας. Πίσω τους έτρεξε το παρδαλό μολυβάκι και φτάνοντας λαχανιασμένο στο σπίτι του κόκκινου ριγέ μολυβιού έκλεισε την πόρτα με ανακούφιση, μόλις βεβαιώθηκε πως και η τελευταία λεξούλα είχε τρυπώσει μέσα.

-Πο, πο! Τι πάθαμε, μολυβάκι μου! είπε η Φιλία αγκαλιάζοντας το κόκκινο ριγέ μολύβι. Και με συντομία του διηγήθηκε την περιπέτειά τους.

Δεν είχε όμως προλάβει να τελειώσει την κουβέντα της, όταν η αγριοφωνάρα της μεγάλης κακιάς γόμας ακούστηκε έξω από τα κλειστά παράθυρα του δεύτερου σπιτιού.

-Βγείτε έξω αμέσως!
-Φύγε γρήγορα από το σπίτι μας, απαίσια Γόμα! είπε το κόκκινο ριγέ μολυβάκι.
-Δεν έχουμε να πάμε πουθενά κι εσύ είσαι ανεπιθύμητη εδώ, φώναξε το Χαμόγελο.
-Βγείτε αμέσως έξω, επέμεινε η κακιά γόμα λυσσασμένα, γιατί αλλιώς...

και, πριν προλάβει να ολοκληρώσει την απειλή της, έπεσε με δύναμη πάνω στο σπιτάκι με τους ίσιους τοίχους και την ορθογώνια πόρτα και άρχισε να το σβήνει με φοβερή ταχύτητα!

Έντρομες οι λεξούλες και τα δυο μολυβάκια πετάχτηκαν έξω από το σπιτάκι και έτρεξαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν προς το τέλος της σελίδας, όπου βρισκόταν το όμορφο σπίτι του τρίτου μολυβιού, με τη μάντρα και τα δέντρα γύρω γύρω. Πριν προλάβει η κακιά γόμα να συρθεί ως εκεί, οι λεξούλες, λαχανιασμένες, εξήγησαν στο τρίτο μολυβάκι τι είχε συμβεί.

-Τι θα κάνουμε τώρα; ρώτησε όλο αγωνία το αστείο μολυβάκι το σοβαρό μολύβι που κουβαλούσε την κόκκινη γόμα στο κεφαλάκι του.
-Μην ανησυχείς. Το σπίτι μου το ζωγράφισα τόσο γερό, που η κακιά Γόμα θα δυσκολευτεί πολύ να το καταστρέψει. Οι γραμμές του είναι δυνατές και η μάντρα γύρω γύρω σίγουρα θα δυσκολέψει πολύ την κυρα-Γόμα. Ως τότε, κάτι θα σκεφτούμε.

Η κακιά γόμα δεν άργησε να φτάσει και στο σπίτι του τρίτου μολυβιού. Ήταν εμφανώς εξαντλημένη από το μανιασμένο σβήσιμο αλλά και από το κουραστικό σύρσιμο ως το τέλος της σελίδας. Ούτε και τότε όμως το έβαλε κάτω. Στάθηκε με όση δύναμη της είχε απομείνει έξω από τη μάντρα του τρίτου σπιτιού και φώναξε:

-Βγείτε έξω αυτή τη στιγμή, ανόητες λέξεις!
-Μα, τι συμπεριφορά είν' αυτή πια; φώναξε ο Σεβασμός που είχε χάσει την ψυχραιμία του.
-Τι κακό κάναμε; κλαψούρισε η Ευγένεια.
-Εμείς απλά... προσπαθήσαμε να διασκεδάσουμε λιγάκι, δικαιολογήθηκε το παρδαλό μολυβάκι.
-Δεν είναι μέρες για να χορεύουν και να χαχανίζουν λέξεις σαν κι εσάς! φώναξε έξω φρενών η μεγάλη κακιά γόμα. Δεν είναι δυνατόν να χαίρεστε και να τραγουδάτε ΕΣΕΙΣ! Είστε ξεπερασμένες προ πολλού! Τώρα είναι σειρά της Θλίψης, της Κακοκεφιάς, της Ανασφάλειας, της Γκρίνιας, της Κρίσης, του Άγχους, της Μιζέριας και της Απελπισίας να χορέψουν! Είναι ΣΕΙΡΑ ΤΟΥΣ, ακούτε; φώναξε και έπεσε πάνω στα δέντρα σβήνοντάς τα με λύσσα.

Οι λεξούλες, παγωμένες από τα λεγόμενα και τη λύσσα της κακιάς γόμας, παρακολουθούσαν την καταστροφή να πλησιάζει, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα για να γλιτώσουν. Η μεγάλη κακιά γόμα, που πια δεν ήταν και τόσο μεγάλη, έσβηνε το ένα δέντρο μετά το άλλο και τον ένα θάμνο μετά τον άλλο. Πολύ σύντομα έφτασε στα όρια της πέτρινης μάντρας. Εκεί δυσκολεύτηκε αρκετά και κομμάτια της άρχισαν να πετιούνται δεξιά κι αριστερά και να γεμίζουν τη λευκή σελίδα. Όμως το τρίτο μολυβάκι, είχε κάνει εξαιρετική δουλειά. Η μάντρα ήταν πολύ μεγάλη και πολύ γερή και η γόμα φαινόταν να δυσκολεύεται αρκετά. Η κακία της όμως ήταν τόση και το πείσμα της να εξαφανίσει αυτές τις σπάνιες λέξεις τέτοιο, που... έφτασε, με πολύ κόπο, ως την εξώπορτα του διώροφου σπιτιού. Πήρε μια βαθιά ανάσα και ρίχτηκε με μανία πάνω της.

Κόντευε πια να εξαφανίσει σχεδόν ολόκληρη την πόρτα, όταν το παιδί μπήκε τρέχοντας στο μεγάλο χολ. Φτάνοντας στην καρέκλα που καθόταν λίγο πριν, πήρε την κασετίνα και το χαρτί στα χέρια του, τίναξε από πάνω του τα υπολείμματα της γόμας, κοίταξε απορημένο ένα μικροσκοπικό κομματάκι λευκής γόμας και αφού το πέταξε στον κάδο που βρισκόταν εκεί δίπλα, έκανε ρολό τη ζωγραφιά του και βγήκε τρέχοντας από το κτίριο.

29/1/2012