10/11/08

Το πλασματάκι της Αστραπής


Πάντα μου άρεσε το φθινόπωρο. Από μικρή τρελαινόμουν να κάθομαι μπροστά στο παράθυρο και να χαζεύω τις στάλες της βροχή να κυλούν άλλοτε βιαστικές και άλλοτε λες μετά βίας πάνω στο τζάμι. Άλλες έτρεχαν να συναντήσουν τις φιλενάδες τους και να γίνουν μια μεγάλη παρέα πάνω στη λεία επιφάνεια και άλλες ξεψυχούσαν μόνες και αβοήθητες πάνω στο κούφωμα. Μαγεία να προσπαθείς να ακούσεις τι έχουν να σου πουν. Μεταφέρουν όλες τους μηνύματα από τον ουρανό. Χαιρετίσματα, παραγγελιές, φιλιά και χάδια από δικούς σου αγαπημένους ανθρώπους που είναι μακριά.

Και τις αστραπές λάτρευα από παιδί. Αυτές οι φωτεινές κλωστίτσες στον ουρανό έχουν κάτι άκρως ελκυστικό και μαγικό. Σκάνε σαν βιαστικό χαμόγελο στο σκοτεινιασμένο ουρανό και τον κάνουν να λάμπει! Είναι λες και θέλουν με τη φωτιά τους να τον στεγνώσουν από τη βροχή.

Μια τέτοια φθινοπωρινή μέρα ήταν και η χθεσινή. Καθόμουν μπροστά στο παράθυρο και, ως συνήθως, περίμενα να έρθουν οι σταλίτσες μου, με τα νέα και τα χαιρετίσματα των μακρινών μου αγαπημένων. Όμως δεν ήμουν χαρούμενη όπως τις άλλες φορές. Κάτι με έθλιβε, κάτι με στενοχωρούσε, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι. Και, ένα περίεργο πράγμα, οι στάλες της βροχής αυτή τη φορά ήταν πολύ βιαστικές. «Βιαζόμαστε, δεν έχουμε καιρό! Άλλη φορά… Άλλη φορά!»

Η στενοχώρια μου μεγάλωσε και άλλες, πιο αλμυρές, σταλίτσες εμφανίστηκαν και θάμπωσαν το δωμάτιο. Μα ξάφνου, μια λαμπερή αστραπή στέγνωσε τα μάτια και τον ουρανό μου και… τσουπ! ένα τοσοδούλικο πλασματάκι με χρυσαφένια φορεσιά και διάφανη επιδερμίδα ήρθε και κάθισε πάνω στη μύτη μου. Ξαφνιάστηκα! Τι ήταν αυτό; Από πού ξεφύτρωσε; Τι ήρθε να κάνει; Ήταν αληθινό ή μήπως τα παραμύθια που διαβάζω μου σκάρωναν πάλι κάποια φάρσα;

Πήρα το πλασματάκι στο δάχτυλό μου με μεγάλη προσοχή. Το παρατήρησα καλύτερα. Λαμπερά καστανά ματάκια, χρυσαφένια μαλλιά και μικρές φακίδες που στόλιζαν τη διάφανη επιδερμίδα της μυτίτσας του. Φαινόταν γλυκό, συμπαθητικό, ευγενικό και γαλήνιο. «Από πού έρχεσαι;» το ρώτησα. «Μα, από την αστραπή, δεν είδες;» μου απάντησε με γλυκιά φωνή. «Σε παρακολουθούσα ώρα. Διέκρινα θλίψη στο βλέμμα σου η οποία μάλιστα παρατήρησα πως μεγάλωνε καθώς οι στάλες της βροχής δεν είχαν χρόνο να σου μιλήσουν. Έτσι, πήρα την επόμενη αστραπή και… να ‘μαι!», μου είπε. «Ξέρεις, περίμενα όλο το καλοκαίρι να έρθουν και να μου φέρουν νέα των αγαπημένων μου, όμως αυτές…» και πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου, νέες αλμυρές σταλίτσες ξεπήδησαν από τα μάτια μου.

Το πλασματάκι χαμογέλασε και το δωμάτιο φωτίστηκε περισσότερο. Η ζεστασιά του στέγνωσε και πάλι τα μάτια μου, όμως ταυτόχρονα έκανε το κρύο τζάμι να θαμπώσει. «Να, δες εδώ!», είπε και μου έδειξε με το τοσοδούλικο δαχτυλάκι του το θαμπωμένο τζάμι. «Μέσα, κοίτα καλύτερα!», επέμεινε, ενώ εγώ είχα σχεδόν κολλήσει το μέτωπό μου πάνω στο τζάμι. «Μα, δε βλέπω τίποτα! Είναι όλα θαμπά και σκοτεινά.» του απάντησα. Όμως εκείνο επέμεινε: «Δες πίσω από το σκοτάδι! Στο βάθος! Εκεί που χορεύουν οι αστραπές!». «Μα… τι είναι; Δε βλέπω τίποτα, μη με βασανίζεις» κλαψούρισα. «Προσπάθησε και θα δεις», είπε το ανθρωπάκι ενώ ετοιμαζόταν να πετάξει μακριά. «Όλα αυτά που περιμένεις να σου πουν οι σταγόνες της βροχής, είναι εκεί, μπροστά σου, πίσω από το σκοτάδι. Δεν έχεις παρά να μπεις κι εσύ στο χορό των αστραπών και να τα ακούσεις με τα ίδια σου τ’ αφτιά! Θα δεις όλα αυτά που προσδοκάς να χορεύουν πιασμένα σε αστραφτερό γαϊτανάκι. Και τότε θα ‘σαι ένα βήμα πριν την κατάκτησή τους. Μόνο πρόσεξε! Τα μάτια σου δεν είναι εξοικειωμένα σ’ αυτό το φως. Θα σου φανεί δυνατό και μπορεί να σε τυφλώσει. Κοίτα να είσαι προσεχτική!» είπε και χάθηκε από μπροστά μου το πλασματάκι της αστραπής, τόσο ξαφνικά, όπως είχε εμφανιστεί.

Έμεινα για μερικές στιγμές να σκέφτομαι τα λόγια του, ενώ κοιτούσα επίμονα πίσω από το τζάμι. Φοβόμουν να βουτήξω στο εκτυφλωτικό φως, αλλά πάλι, ήθελα πολύ να ακούσω αυτά που μου στέρησαν οι σταγόνες της βροχής. Έτσι λοιπόν, πήρα μια βαθιά ανάσα, άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου και κοίταξα καλύτερα. Και, όντως! Ένα φωτεινό γαϊτανάκι με όλα αυτά που λαχταρούσα και περίμενα από τις σταγονίτσες να μου φέρουν ήταν στημένο εκεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξα μια φωτεινή κλωστίτσα και άρχισα να γυρνάω κι εγώ μαζί τους. Ήταν καυτή αυτή η αστραποκλωστίτσα, όμως… ποιος νοιάζεται; Ο χορός των δικών μου προσδοκώμενων άξιζε παραπάνω από ένα κάψιμο στο χέρι. Άλλωστε, ποιος θα το θυμόταν σε λίγο; Χόρευα, γελούσα, κυνηγούσα τα δικά μου όνειρα, τα άγγιζα, τα έχανα πάλι και ξανά ριχνόμουν στο κυνηγητό τους…

Το σκοτάδι είχε πια εξαφανιστεί. Ένας λαμπερός ήλιος έπαιζε με τα βρεγμένα φύλλα των δέντρων σχηματίζοντας λαμπερά διαμαντάκια. Ένα υπέροχο ουράνιο τόξο βρισκόταν στον ουρανό και κάτι μου φάνηκε να κινείται πάνω του. Άνοιξα το παράθυρο και φώναξα με όση δύναμη είχα: «Εεεε! Εσύ!!! Σ’ ευχαριστώωωω!», ενώ παράλληλα κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια τη χρωματιστή γέφυρα του ουρανού. Μην ήταν το διάφανο πλασματάκι της αστραπής εκεί πάνω; Ή μήπως όλα αυτά συνέβησαν μόνο στο όνειρό μου;


16.10.06