10/11/08

Το πλασματάκι της Αστραπής


Πάντα μου άρεσε το φθινόπωρο. Από μικρή τρελαινόμουν να κάθομαι μπροστά στο παράθυρο και να χαζεύω τις στάλες της βροχή να κυλούν άλλοτε βιαστικές και άλλοτε λες μετά βίας πάνω στο τζάμι. Άλλες έτρεχαν να συναντήσουν τις φιλενάδες τους και να γίνουν μια μεγάλη παρέα πάνω στη λεία επιφάνεια και άλλες ξεψυχούσαν μόνες και αβοήθητες πάνω στο κούφωμα. Μαγεία να προσπαθείς να ακούσεις τι έχουν να σου πουν. Μεταφέρουν όλες τους μηνύματα από τον ουρανό. Χαιρετίσματα, παραγγελιές, φιλιά και χάδια από δικούς σου αγαπημένους ανθρώπους που είναι μακριά.

Και τις αστραπές λάτρευα από παιδί. Αυτές οι φωτεινές κλωστίτσες στον ουρανό έχουν κάτι άκρως ελκυστικό και μαγικό. Σκάνε σαν βιαστικό χαμόγελο στο σκοτεινιασμένο ουρανό και τον κάνουν να λάμπει! Είναι λες και θέλουν με τη φωτιά τους να τον στεγνώσουν από τη βροχή.

Μια τέτοια φθινοπωρινή μέρα ήταν και η χθεσινή. Καθόμουν μπροστά στο παράθυρο και, ως συνήθως, περίμενα να έρθουν οι σταλίτσες μου, με τα νέα και τα χαιρετίσματα των μακρινών μου αγαπημένων. Όμως δεν ήμουν χαρούμενη όπως τις άλλες φορές. Κάτι με έθλιβε, κάτι με στενοχωρούσε, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τι. Και, ένα περίεργο πράγμα, οι στάλες της βροχής αυτή τη φορά ήταν πολύ βιαστικές. «Βιαζόμαστε, δεν έχουμε καιρό! Άλλη φορά… Άλλη φορά!»

Η στενοχώρια μου μεγάλωσε και άλλες, πιο αλμυρές, σταλίτσες εμφανίστηκαν και θάμπωσαν το δωμάτιο. Μα ξάφνου, μια λαμπερή αστραπή στέγνωσε τα μάτια και τον ουρανό μου και… τσουπ! ένα τοσοδούλικο πλασματάκι με χρυσαφένια φορεσιά και διάφανη επιδερμίδα ήρθε και κάθισε πάνω στη μύτη μου. Ξαφνιάστηκα! Τι ήταν αυτό; Από πού ξεφύτρωσε; Τι ήρθε να κάνει; Ήταν αληθινό ή μήπως τα παραμύθια που διαβάζω μου σκάρωναν πάλι κάποια φάρσα;

Πήρα το πλασματάκι στο δάχτυλό μου με μεγάλη προσοχή. Το παρατήρησα καλύτερα. Λαμπερά καστανά ματάκια, χρυσαφένια μαλλιά και μικρές φακίδες που στόλιζαν τη διάφανη επιδερμίδα της μυτίτσας του. Φαινόταν γλυκό, συμπαθητικό, ευγενικό και γαλήνιο. «Από πού έρχεσαι;» το ρώτησα. «Μα, από την αστραπή, δεν είδες;» μου απάντησε με γλυκιά φωνή. «Σε παρακολουθούσα ώρα. Διέκρινα θλίψη στο βλέμμα σου η οποία μάλιστα παρατήρησα πως μεγάλωνε καθώς οι στάλες της βροχής δεν είχαν χρόνο να σου μιλήσουν. Έτσι, πήρα την επόμενη αστραπή και… να ‘μαι!», μου είπε. «Ξέρεις, περίμενα όλο το καλοκαίρι να έρθουν και να μου φέρουν νέα των αγαπημένων μου, όμως αυτές…» και πριν προλάβω να τελειώσω τη φράση μου, νέες αλμυρές σταλίτσες ξεπήδησαν από τα μάτια μου.

Το πλασματάκι χαμογέλασε και το δωμάτιο φωτίστηκε περισσότερο. Η ζεστασιά του στέγνωσε και πάλι τα μάτια μου, όμως ταυτόχρονα έκανε το κρύο τζάμι να θαμπώσει. «Να, δες εδώ!», είπε και μου έδειξε με το τοσοδούλικο δαχτυλάκι του το θαμπωμένο τζάμι. «Μέσα, κοίτα καλύτερα!», επέμεινε, ενώ εγώ είχα σχεδόν κολλήσει το μέτωπό μου πάνω στο τζάμι. «Μα, δε βλέπω τίποτα! Είναι όλα θαμπά και σκοτεινά.» του απάντησα. Όμως εκείνο επέμεινε: «Δες πίσω από το σκοτάδι! Στο βάθος! Εκεί που χορεύουν οι αστραπές!». «Μα… τι είναι; Δε βλέπω τίποτα, μη με βασανίζεις» κλαψούρισα. «Προσπάθησε και θα δεις», είπε το ανθρωπάκι ενώ ετοιμαζόταν να πετάξει μακριά. «Όλα αυτά που περιμένεις να σου πουν οι σταγόνες της βροχής, είναι εκεί, μπροστά σου, πίσω από το σκοτάδι. Δεν έχεις παρά να μπεις κι εσύ στο χορό των αστραπών και να τα ακούσεις με τα ίδια σου τ’ αφτιά! Θα δεις όλα αυτά που προσδοκάς να χορεύουν πιασμένα σε αστραφτερό γαϊτανάκι. Και τότε θα ‘σαι ένα βήμα πριν την κατάκτησή τους. Μόνο πρόσεξε! Τα μάτια σου δεν είναι εξοικειωμένα σ’ αυτό το φως. Θα σου φανεί δυνατό και μπορεί να σε τυφλώσει. Κοίτα να είσαι προσεχτική!» είπε και χάθηκε από μπροστά μου το πλασματάκι της αστραπής, τόσο ξαφνικά, όπως είχε εμφανιστεί.

Έμεινα για μερικές στιγμές να σκέφτομαι τα λόγια του, ενώ κοιτούσα επίμονα πίσω από το τζάμι. Φοβόμουν να βουτήξω στο εκτυφλωτικό φως, αλλά πάλι, ήθελα πολύ να ακούσω αυτά που μου στέρησαν οι σταγόνες της βροχής. Έτσι λοιπόν, πήρα μια βαθιά ανάσα, άνοιξα διάπλατα τα μάτια μου και κοίταξα καλύτερα. Και, όντως! Ένα φωτεινό γαϊτανάκι με όλα αυτά που λαχταρούσα και περίμενα από τις σταγονίτσες να μου φέρουν ήταν στημένο εκεί. Χωρίς δεύτερη σκέψη άρπαξα μια φωτεινή κλωστίτσα και άρχισα να γυρνάω κι εγώ μαζί τους. Ήταν καυτή αυτή η αστραποκλωστίτσα, όμως… ποιος νοιάζεται; Ο χορός των δικών μου προσδοκώμενων άξιζε παραπάνω από ένα κάψιμο στο χέρι. Άλλωστε, ποιος θα το θυμόταν σε λίγο; Χόρευα, γελούσα, κυνηγούσα τα δικά μου όνειρα, τα άγγιζα, τα έχανα πάλι και ξανά ριχνόμουν στο κυνηγητό τους…

Το σκοτάδι είχε πια εξαφανιστεί. Ένας λαμπερός ήλιος έπαιζε με τα βρεγμένα φύλλα των δέντρων σχηματίζοντας λαμπερά διαμαντάκια. Ένα υπέροχο ουράνιο τόξο βρισκόταν στον ουρανό και κάτι μου φάνηκε να κινείται πάνω του. Άνοιξα το παράθυρο και φώναξα με όση δύναμη είχα: «Εεεε! Εσύ!!! Σ’ ευχαριστώωωω!», ενώ παράλληλα κοιτούσα με γουρλωμένα μάτια τη χρωματιστή γέφυρα του ουρανού. Μην ήταν το διάφανο πλασματάκι της αστραπής εκεί πάνω; Ή μήπως όλα αυτά συνέβησαν μόνο στο όνειρό μου;


16.10.06

31/10/08

Η Αποταμίευση στη Λιλιπούπολη

-->
Δημοσιογράφος Μπρίνης: Εδώ Λιλιπούπολη, εδώ Λιλιπούπολη. Σας μιλάει ο δημοσιογράφος Μπρίνης. Γεια σας παιδιά! Λιώσανε πια τα χιόνια στο Λιλιμπάγιατ και στη Λίλιτζα και άρχισανε στη Λιλιπούπολη οι πρώτες ανοιξιάτικες ετοιμασίες. Και να! από το παράθυρο του ραδιοφωνικού σταθμού βλέπω την πιο καλή νοικοκυρά που έγινε ποτέ, να τινάζει από το παράθυρο τα χαλιά, με φούρια, τραγουδώντας το χαρακτηριστικό της τραγούδι.
Τα μπισκότα δεν τα τρώω,
δε μ’ αρέσει το τυρί
κι από την πολλή την γκρίνια
έχω μύτη σουβλερή.
Παπαγάλε κάτσε σούζα,
θα σε δέσω με λουρί,
αχ αυτός ο παπαγάλος,
πόσο με ταλαιπωρεί!
Είμαι η Πιπινέζα, η τρομερή!
Πιπινέζα: Επ, παπαγάλε! Τι κάνεις πάλι εκεί;
Παπαγάλος: Τι κάνω πάλι εκεί, εεε;
Πιπινέζα: Χίλιες φορές στο ‘χω πει, σπάταλο πουλί, μια κουταλιά παπαγαλίνης σ’ ένα πιάτο νερό φτάνει και περισσεύει!
Παπαγάλος: Οοο, μα… μα… μα… είναι πιο νόστιμη η σούπα άμα βάζω τρεις κουταλιές…
Πιπινέζα: Τη νοστιμιά θα κοιτάξουμε τώρα ή την οικονομία;
Παπαγάλος: Τη νοστιμιά!
Πιπινέζα: Έλα εδώ παπαγάλε, κάθισε, να σου εξηγήσω.
Παπαγάλος: Οοοο, πάλι;
Πιπινέζα: Πάλι! Απ’ ό,τι έχουμε, παπαγάλε, το μισό πρέπει να το ξοδεύουμε και το άλλο μισό πρέπει να το φυλάμε!
Παπαγάλος: Γιατίιιιιιιι;
Πιπινέζα: Μη με διακόπτεις!
Παπαγάλος: Καλά!
Πιπινέζα: Λοιπόν, μπορεί, παπαγάλε, να έρθουνε δύσκολες μέρες, κάποτε, στη Λιλιπούπολη. Δεν έχεις δει τα μυρμηγκάκια που το καλοκαίρι μαζεύουνε φαΐ για να ‘χουνε να τρώνε το χειμώνα;
Παπαγάλος: Όχι!
Πιπινέζα: Τι όχι;
Παπαγάλος: Όχι, όχι, όχι, δε θέλω να είμαι μυρμήγκι, δε θέλω! Θέλω θέλω θέλω να είμαι παπαγάλος, θέλω θέλω θέλω θέλω θέλω!
Πιπινέζα: Σσσσουτ! Βουβού! Έχεις πάρει την κάτω βόλτα, παπαγάλε! Σ’ έχει χαλάσει η αφθονία. Αυτά μου έλεγε κι ο Δήμαρχος προχθές. «Οικονομία, Πιπινέζα» μου είπε, «να τον μάθεις στη στέρηση, τώρα που είναι μικρός. Γιατί έτσι που τον κακομαθαίνεις, άμα μεγαλώσει, κλάφτα Χαράλαμπε! Θα πουλήσει όλη τη Λιλιπούπολη και θα τη φάει!»
Παπαγάλος: Ααααα, ωραίαααααααα!!!
Πιπινέζα: Όχι, όχι, όχι! Δε θα σ’ αφήσω εγώ να γίνεις γκάνγκστερ! Θα συνηθίσεις, θέλεις δε θέλεις!
Παπαγάλος: Σε τι θα συνηθίσω, εεεεε;
Πιπινέζα: Στο μέτρο! Πρέπει να έχουμε μέτρο στη ζωή μας, όλα να τα λογαριάζουμε, όλα να τα υπολογίζουμε, όλα να τα μετράμε. Καταλαβαίνεις, παπαγάλε;
Παπαγάλος: Όχι!
Πιπινέζα: Καλά, όποιος δεν καταλαβαίνει με τα λόγια, καταλαβαίνει με τα έργα. Το βλέπεις αυτό το πήλινο γουρουνάκι;
Παπαγάλος: Το βλέπω.
Πιπινέζα: Αυτή τη σχισμή που έχει επάνω, τη βλέπεις;
Παπαγάλος: Τι είναι αυτή η σχισμή, εεεεε;
Πιπινέζα: Απ’ αυτή τη σχισμή…
Παπαγάλος: Ναι…
Πιπινέζα: …θα ρίχνεις μέσα στο γουρουνάκι τη μισή σου παπαγαλίνη.
Παπαγάλος: Ε;!
Πιπινέζα: Κι αυτό θα το κάνεις κάθε μέρα.
Παπαγάλος: Ααααα! Γιατί να πετάω τη μισή μου παπαγαλίνη, εεεεε;
Πιπινέζα: Μην είσαι αυθάδης! Λοιπόν, αυτό το πήλινο γουρουνάκι το λένε «κουμπαρά» κι ο κουμπαράς θα είναι το ξεκίνημα της νέας σου ζωής που αρχίζει από αυτή τη στιγμή.
Παπαγάλος: Ε! Τι, τι, τι, τι κάνεις εκεί, εεεεε;
Πιπινέζα: Μαζεύω όλους τους σπόρους παπαγαλίνης που έχουνε σκορπιστεί στο τραπεζομάντιλο και τους ρίχνω στον καινούργιο σου κουμπαρά.
Παπαγάλος: Ααα, όχι! Όχι! Δε θέλω, δε θέλω, δε θέλω, δε… (διαμαρτύρεται)
Πιπινέζα: Ααα, μη με συγχύζεις!
Παπαγάλος: Τι έγινε, τι έγινε η παπαγαλίνη που κρατούσες; Τι έγινε; Πάρ’ την παπαγ… τι έγινε; Τι έγινε, εεεεε;
Πιπινέζα: Αποταμιεύτηκε!
Παπαγάλος: Τιιιι, τι «αποταμιεύτηκε»; Τι «αποτα…»; Πού είναι η παπαγαλίνη μου, σου λέω; Γιατί μου την πήρες; Την πήρες τη δικιά μου την παπαγαλίνη και… δικιά μου ήτανε, δικιά μου…
Πιπινέζα: Και τι θα την έκανες, δηλαδή;
Παπαγάλος: Ό,τι ήθελα!
Πιπινέζα: Έχεις πολύ μεγάλος λάθος να νομίζεις ότι μπορείς να κάνεις πάντα ό,τι θέλεις!
Παπαγάλος: Βγάλε, βγάλε, βγάλε, βγάλε, βγάλε την παπαγαλίνη μου απ’ το γουρούνι, είπα!
Πιπινέζα: Δε βγαίνει, πια, παπαγάλε.
Παπαγάλος: Και πότε θα βγει, εεεεε;
Πιπινέζα: Μα σου είπα. Θα βγει, μετά από χρόνια, σε μια δύσκολη στιγμή. Τότε θα σπάσουμε τον κουμπαρά.
(κρακ, ήχος από πήλινο δοχείο που σπάει ακούγεται…)
Πιπινέζα: Ιιιιιιιιιιιιι!!! Τι έκανες, αναίσθητο πουλί;
Παπαγάλος: Τι έκανα; Εεεεε;
Πιπινέζα: Πέταξες τον κουμπαρά επάνω στον τοίχο και τον έσπασες!
Παπαγάλος: Ααα!
Πιπινέζα: Πούπουλο πούπουλο θα σε μαδήσω, σιχαμένο τέρας! Θα σε στείλω σε σχολείο στο εξωτερικό! Το κλουβί, το κλουβί! Πού είναι το κλουβί;
(ο παπαγάλος κλαίει και τραγουδάει:)
«Ως πότε παπαγάλοι θα ζούμε στα κλουβιά;
Βάλτε φωνή μεγάλη, να δούμε λευτεριά!
Λευ-τε-ριά!»
Πιπινέζα: Μμμ, λευτεριά, ε; Α, δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα, μόνη μου, μαζί σου. Πάω να τηλεφωνήσω στο Δήμαρχο Χαρχούδα.
Παπαγάλος: Όχι, όχι, όχι όχι, Πιπινεζούλα μου, όχι, δε θέλω, δε θέλω! Θα μου βγάλει λόγο…
Πιπινέζα: Σουτ, βουβούτ! Όπου ναυαγεί ο κοινοβουλευτισμός, κηρύσσεται δικτατορία!
Παπαγάλος: Εεεεε;


Και τώρα ακούστε το παραπάνω απόσπασμα και λίγη από την πολύ ενδιαφέρουσα συνέχειά του. ;)




5/10/08

Ευχαριστώ


Αισθανόταν τυχερή που τον είχε κοντά της. Τρυφερός, δυνατός, ήρεμος, σίγουρος για κάθε του κίνηση. Λάτρευε να τον παρατηρεί ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες της καθημερινότητάς του. Γελούσε απίστευτα παρακολουθώντας τον να προσπαθεί να ξεφλουδίσει ένα ακτινίδιο! Πόσο αδέξιος της φαινόταν σ’ αυτή τη δουλειά! «Μα… είναι μόνο ένα ακτινίδιο! Πώς είναι δυνατό να του φέρεσαι έτσι; Τι κακό σου ‘κανε;» του έλεγε γελώντας και αγκαλιάζοντάς τον τρυφερά. Όμως η μεγαλύτερή της χαρά, ήταν να μπορεί να τον παρατηρεί το πρωί. Αισθανόταν ότι αυτό της έδινε δύναμη για όλη την ημέρα. Παρακολουθούσε διακριτικά το πρωινό του ξύρισμα, την ιεροτελεστία του καφέ, το δέσιμο της γραβάτας, απολάμβανε το φιλί που της άφηνε απαλά πριν κλείσει την πόρτα πίσω του και την αφήσει μόνη μέσα σε ένα ανυπόφορα άδειο σπίτι.

Η σκέψη και μόνο ότι ίσως να μην ξαναγύριζε, της προκαλούσε ίλιγγο. Ένιωθε να χάνει το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια της. Η αγάπη της για εκείνον ήταν τέτοια που την τρόμαζε. Συχνά έβαζε το μυαλό της σε επικίνδυνα μονοπάτια. Ένιωθε την παρουσία του σαν δυνατό ρεύμα που έδινε ζωή στην ύπαρξή της ενώ, ταυτόχρονα, θα μπορούσε με μιας να της την πάρει.

Κοντεύουν δυο χρόνια από την τελευταία γλυκιά παρατήρηση της καθημερινότητάς του. Ο χειμώνας κάλυπτε τα πάντα. Το κρύο έκοβε την αναπνοή. Περισσότερο όμως παγωμένη αισθανόταν την καρδιά της. Την απουσία του τη βίωνε ως την απόλυτη προσωπική της ήττα. Η ζωή της έμοιαζε με επανάσταση καταδικασμένη σε αποτυχία, από τον ξαφνικό, άδικο, αδικαιολόγητο χαμό του ικανού της ηγέτη. Η μοναδική σπίθα που θα μπορούσε να ζεστάνει την παγωνιά της ψυχής της… έσβησε στο τελευταίο του email.

29.7.07


26/9/08

Λέξεις, φράσεις, κείμενα...


Δεν είχε πολλή δουλειά εκείνη τη μέρα. Για την ακρίβεια είχε πασχίσει να εξασφαλίσει μια ωρίτσα για να κάνει ένα μικρό διάλειμμα. Παρήγγειλε έναν καφέ σκέτο Ελληνικό και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της μπροστά, με το κεφάλι βαρύ από τις σκέψεις, να στηρίζεται στις παλάμες της και με το πόδι της να χτυπά νευρικά κάτω από το τραπέζι. Πάντα σε ετοιμότητα να πεταχτεί και να τρέξει για δουλειά. Εκείνη όμως την ώρα είχε αποφασίσει να την ξοδέψει για να χαλαρώσει λιγάκι και να βάλει το μυαλό της σε τάξη.


Ο καφές ευωδίαζε και η ζεστασιά του την έκανα να νιώθει πιο ήσυχη. Ήταν μια μυρωδιά που την είχε συνδέσει μ' εκείνον. Έκλεισε τα μάτια και συνειδητοποίησε, για μια ακόμη φορά, πόσο της έλειπε. Κάτι έπρεπε να κάνει. Η απόσταση μεταξύ τους την τσάκιζε.


Ανοίγοντας τα μάτια, το βλέμμα της έπεσε σε ένα λευκό φύλλο χαρτί. Δίπλα του, πάντα έτοιμο για δράση, το αγαπημένο της δίδυμο: μολύβι και γόμα. Της άρεσε να γράφει με μολύβι. Λάτρευε τη μυρωδιά και τον ήχο του καθώς έτρεχε πάνω στο χαρτί. Κι αυτή η γόμα! Σαν τη μάνα που ανακαλύπτει την κόρη της να ερωτοτροπεί με κάποιο νεαρό και σπεύδει να μαλώσει, να αποτρέψει, να προλάβει να μην ειπωθούν λόγια που θα μείνουν για πάντα. Χαμογέλασε με τη σκέψη της κι ανασηκώθηκε στην καρέκλα της. Όρθωσε την πλάτη και με μια γρήγορη κίνηση έσυρε προς το μέρος της το χαρτί και το μολύβι, ενώ κράτησε σφιχτά στο χέρι της τη γόμα.


Ούτε κατάλαβε πώς βρέθηκε να του γράφει. Το χαρτί γέμιζε μαύρα σημάδια, ανοίγοντας διάπλατα στην καρδιά και τις σκέψεις της μια πόρτα που έμενε για καιρό κλειδωμένη. Λες και είχε ειπωθεί η μαγική φράση του παραμυθιού: "Σουσάμι... άνοιξε"! Η ανάγκη της για έκφραση ήταν ακατανίκητη. Μέρες την άκουγε να ουρλιάζει και να χτυπιέται στους τοίχους του γραφείου της με μια εκκωφαντική σιωπή.


Έγραφε κι έγραφε, με ταχύτητα πρωτόγνωρη. Λες και όλα ήταν μέσα της έτοιμα από καιρό και η ώρα είχε φτάσει πια για να γεννηθούν. Τα σημάδια στο χαρτί πλήθαιναν και η αγωνία της να βγάλει όλα όσα την έπνιγαν κορυφωνόταν. Ούτε ο ήχος του κινητού της δεν κατάφερε να την επαναφέρει στη ρουτίνα και την καθημερινότητά της. Παραμόνο η φωνή του κατάφερε να την ξυπνήσει, καθώς έφτανε στο αφτί της ζεστή και οικεία. Πάντα την έκανε να νιώθει τόση ασφάλεια και σιγουριά. Πολλές φορές αισθανόταν ότι κατάφερνε να επικοινωνήσει μαζί του με τη σκέψη και μόνο, αφού τα τηλεφωνήματα ή τα μηνύματά του έφταναν πάντα στην πιο κατάλληλη στιγμή, τότε που τον χρειαζόταν περισσότερο. Έτσι κι εκείνη τη στιγμή. Το μολύβι έπεσε από τα χέρια της άψυχο και η κόλλα με τα μαύρα σημάδια κρύφτηκε μέσα στη χούφτα της. Για άλλη μια φορά είχε καταδικάσει τις σκέψεις της σε σιωπή.


Πέρασαν δυο χρόνια. Οι ζωές τους χωριστές. Τα καλώδια δεν μπόρεσαν να εκμηδενίσουν την απόσταση και τις φλύαρες σιωπές. Ούτε τηλέφωνα, ούτε email, ούτε γράμματα. Καμιά προσπάθεια για επικοινωνία, παρόλο που, πολλές φορές, ένιωθε τον εαυτό της να το επιθυμεί διακαώς. Θα είχε αφήσει οριστικά πίσω της αυτό το κομμάτι της ζωής της, αν δε βρισκόταν ένα στραπατσαρισμένο χαρτί με μαύρα σημάδια κραυγές να τσαλακώσει τη θέλησή της να τα ξεχάσει όλα. Στη θέα του παλιού γράμματος που βρέθηκε στον πάτο ενός συρταριού της η ανάμνηση εκείνου που τόσο αγαπούσε ζωντάνεψε.


Έβγαλε το τηλέφωνο από την τσάντα της με βιαστικές, ταραγμένες κινήσεις, ενώ έσφιγγε στη χούφτα της το παλιό γράμμα που δεν είχε σταλεί ποτέ. Σχημάτισε ανυπόμονα τον αριθμό. Φυσικά δε χρειαζόταν προσπάθεια για να τον θυμηθεί. Τα δάχτυλά της τον ήξεραν πια απ’ έξω. Τα δευτερόλεπτα της αναμονής τής φάνηκαν αιώνας. Ώσπου ο χρόνος σταμάτησε σε ένα ζεστό, οικείο, ασφαλές «Παρακαλώ»…


*Υπαίτιες για την παραγωγή του παραπάνω οι λέξεις με τα έντονα γράμματα.

19/9/08

Πρό(σ)κληση από το Γιώργο

Είχαν περάσει πολλά χρόνια. Είχε κι η ίδια ξεχάσει ότι υπάρχει αυτό το ξύλινο κουτί μέσα στο συρτάρι της. Κάποτε το φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού. Τώρα, ο θησαυρός είχε πια ξεχαστεί. Μα, γιατί άνοιξε εκείνο το συρτάρι; Απ’ την ταραχή της ξέχασε το λόγο που την ανάγκασε να ξαναφέρει στη μνήμη της αυτή την ιστορία. Πήρε το κουτί και το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια. Τα κιτρινισμένα γράμματα έφεραν ένα αδιόρατο χαμόγελο στο γερασμένο πρόσωπό της. Ο φθοροποιός χρόνος είχε προλάβει να αφήσει πάνω της τα σημάδια του.

Άνοιξε το πρώτο γράμμα και άρχισε να διαβάζει. Οικείος και αγαπημένος γραφικός χαρακτήρας. Γράμματα όμορφα, μικρά, πλαγιαστά με ουρίτσες. Λέξεις γραμμένες με αγάπη. Άλλοτε με ταραχή. Κάποιες φορές με πόνο ή νοσταλγία. Γράμματα που μαρτυρούσαν ένα μεγάλο, αδυσώπητο έρωτα.

Θυμήθηκε τα νιάτα της. Το πατρικό της, τη γειτονιά της, εκείνον, τα βλέμματά τους, το καρδιοχτύπι της στα πρώτα χάδια, τα όνειρα που έκαναν ότι θα ζούσαν μαζί, τα δάκρυά της όταν της ανακοίνωσε πως πρέπει να φύγει... Αυτά τα γράμματα ήταν η μόνη της παρηγοριά, τα πρώτα χρόνια της μοναξιάς της. Όμως, η μοναξιά δε δέχεται κανενός είδους παρηγοριά ή παρέα. Έρχεται και επιβάλλεται αυστηρά, απόλυτα, αδυσώπητα. Έτσι, σταδιακά, τα γράμματα ελαττώθηκαν, ώσπου, τελικά, έπαψαν οριστικά να έρχονται.

Η επικοινωνία τους διακόπηκε. Η ζωή της όμως συνεχίστηκε, όπως και τα αισθήματά της για εκείνον. Για πολλά χρόνια ζούσε περιμένοντας ο ταχυδρόμος να φέρει κάποιο νέο του. Μια ένδειξη ότι τη θυμάται και μια υπόσχεση ότι θα γυρίσει πίσω. Διάβαζε τα γράμματά του ξανά και ξανά, ώσπου η λήθη στέγνωσε και τα τελευταία δάκρυα. Τότε τα γράμματα μπήκαν σ’ αυτό το ξύλινο κουτί και κρύφτηκαν καλά σ’ εκείνο το συρτάρι, ώστε κανένα χέρι να μην μπορεί να σκαλίσει παλιά τραύματα.

Προσπάθησε να θυμηθεί το λόγο για τον οποίο είχε ανοίξει εκείνο το συρτάρι. Το μυαλό της όμως ταξίδευε πίσω. Σκεφτόταν τι θα είχε συμβεί αν εκείνος δεν έφευγε. Πώς να ήταν άραγε η ζωή της; Τι θα είχε χάσει; Τι θα είχε κερδίσει;

Το ταξίδι του ονείρου διακόπηκε από μια παιδική φωνούλα και ένα σφιχτό αγκάλιασμα.

-Έλα, επιτέλους, γιαγιά! Υποσχέθηκες πως θα πάμε! Βιάσου, πριν σκοτεινιάσει!

Ναι, θυμήθηκε. Το καλό της σάλι ήθελε, για να πάει το παιδί στην παιδική χαρά.


Σημείωση:
Ο Γιώργος με προ(σ)κάλεσε να παίξω σ' αυτό το παιχνίδι, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε να φτιάξω ένα κείμενο με τις πέντε λέξεις που εδώ είναι σημειωμένες με μπλε γράμματα. Τον ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση αυτή! Μ' άρεσε το παιχνίδι, παρόλο που με δυσκόλεψε αρκετά... :)

12.3.07


9/9/08

Λίμερικ με φανταστικά διώνυμα


Ένα παπούτσι από παγωτό
έτυχε μια μέρα στο δρόμο να δω.
Περπατούσε με καμάρι
και φορούσ' ένα φουλάρι,
το παπούτσι το γλυκό!

Απόψε κάλεσα σε δείπνο το φεγγάρι
να κατεβεί και θέση στο τραπέζι μου να πάρει.
Να το ρωτήσω θέλησα, να μάθω
τι βλέπει μοναχό του από ΄κεί πάνω,
τι το τρομάζει κι έτσι χλομό φεγγοβολάει...

Χάραξε το ξημέρωμα και πάλι
μ' αρώματα πολλά και κάλλη.
Το σέλινο πρασίνιζε
κι ο τζίτζικας τζιτζίριζε.
Εκείνο το ξημέρωμα είχε μεγάλη χάρη.

Ένα ψάρι σκέφτηκε ταξίδι ν' αρχινήσει
κι όλη την πλάση ήθελε να την εξερευνήσει.
Για μέσο μεταφορικό διάλεξε ένα φύλλο
και τον αέρα σύμμαχο έκανε μα και φίλο.
Το ψάρι το φιλόδοξο ταξίδι έχει αρχίσει...


7/2/2008, διώνυμα που προτάθηκαν από τους μαθητές μου

6/9/08

Φτιάχνουμε λίμερικ;

Ένα κρύο βράδυ του Φεβρουαρίου ο Σωτήρης μού ζήτησε να τον βοηθήσω σε ένα φύλλο εργασίας για τα παιδιά του. Ήθελε να διδάξει διεπιστημονικά τα μοτίβα.
-Τι σου 'ρχεται στο μυαλό όταν ακούς ΜΟΤΙΒΑ και ΡΟΝΤΑΡΙ; με ρώτησε γνωρίζοντας καλά ότι η τελευταία λέξη ήταν το κλειδί της υπόθεσης. Μόνο έτσι θα με έπειθε νυχτιάτικα να του φτιάξω φύλλο εργασίας! :):)
-Ένα πράγμα μόνο μπορώ να σκεφτώ: Λίμερικ!
-Πολύ ωραία! Φτιάξε ένα φύλλο εργασίας εσύ κι εγώ θα αναλάβω τα δύσκολα.
-Μα, δεν έχω φτιάξει ποτέ πριν φύλλο εργασίας!!!
-Έλα, φτιάξε ένα, σε παρακαλώ, έχω πολλή δουλειά και θα με βοηθήσεις απίστευτα.

Τι να 'κανα; Ένα... κουλουράκι το έχουμε. Είπα ένα "Ο Θεός να βάλει το χέρι του", που αργότερα αποτέλεσε και... τίτλο του εγγράφου και ξεκίνησα. Οι οδηγίες απευθύνονταν σε παιδιά Δ' τάξης και ήταν οι εξής:


Θέλετε να γράψουμε ποιήματα; Ελάτε, είναι απλό! Δε χρειάζονται πολλές γνώσεις, ούτε θα βραβευτούμε γι’ αυτά. Μόνο να διασκεδάσουμε με ένα λεκτικό μοτίβο. Ελάτε να φτιάξουμε λίμερικ, δηλαδή μικρά ποιηματάκια με ή χωρίς νόημα.

Τι πρέπει να γνωρίζουμε για το λίμερικ.

Συνήθως αποτελείται από πέντε στίχους. Ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος, ο δεύτερος και ο πέμπτος στίχος μεταξύ τους και ο τρίτος με τον τέταρτο.

Ο πρώτος στίχος μάς λέει ποιος είναι ο πρωταγωνιστής της ποιητικής μας ιστορίας, δηλαδή στον πρώτο στίχο δηλώνεται το Υποκείμενο (Ποιος;).

Ο δεύτερος στίχος μάς πληροφορεί για την ιδιότητα του πρωταγωνιστή, δηλαδή αποτελεί το Κατηγόρημα.

Ο τρίτος και τέταρτος στίχος μάς λέει τι έκανε ο πρωταγωνιστής ή τι είπε ο κόσμος γι’ αυτή του την πράξη. Λύνεται, με άλλα λόγια, το κατηγόρημα του δεύτερου στίχου.

Ο πέμπτος στίχος είναι αφιερωμένος στο τελικό επίθετο που χαρακτηρίζει τον πρωταγωνιστή.

Δύο παραδείγματα λίμερικ:

Ποιος; Ένα παιδί από την Παλλήνη

Ιδιότητα; τρελαινόταν να παίζει με πλαστελίνη

Τι έκανε; παντού, όπου κι αν πήγαινε

Τι έκανε; για πλαστελίνη μίλαγε

Επίθετο; το ταλαντούχο παιδί απ’ την Παλλήνη


Ποιος; Ζούσε ένας ποντικός στο μεγάλο πύργο

Ιδιότητα; δυο παπούτσια φόραγε κι ένα σκούφο τρύπιο

Τι έκαναν οι άλλοι; οι γάτες τον κορόιδευαν κάθε που τον θωρούσαν

Τι έκαναν οι άλλοι; κουδούνια δυο του φόραγαν όταν τον συναντούσαν

Επίθετο; του καημένου ποντικού που θα ‘θελα για φίλο


Τι λέτε; Δοκιμάζετε κι εσείς; Προσπαθήστε να φτιάξετε λεκτικά μοτίβα (λίμερικ) με τα παρακάτω ζευγάρια λέξεων:

  • κάλτσα - πάστα
  • Πέρσες - Σπαρτιάτες
  • Περικλής - Αθήνα
  • Τώρα φτιάξτε ένα λίμερικ με όποιες λέξεις εσείς θέλετε!

-Πάρε και τις λύσεις, μην κολλήσουν και με βρίζεις μετά, είπα στο Σωτήρη.


Ήτανε κάποτε μια πάστα
Που αγαπούσε μία κάλτσα
Το ‘σκαγε απ’ το ψυγείο
Κι έτρεχε στο κομοδίνο
Αυτή η γλυκιά πάστα


Ήρθανε Πέρσες μυριάδες
Μ’ αντικρίσαν τους Σπαρτιάτες
Κι εκεί δα στις Θερμοπύλες
Μείνανε γυναίκες χήρες
Αδίστακτοι Πέρσες βασιλιάδες


Ο Περικλής εκπρόσωπος είν’ του Χρυσού αιώνα
Κι η Αθήνα κόσμημα έχει τον Παρθενώνα
Γνωστός στα πέρατα της γης
Ο ελληνικής καταγωγής
Πανέξυπνος ηγέτης, δοξάζεται ακόμα


Τα παιδιά μου αρχικά αρνήθηκαν να προσπαθήσουν, ώσπου προημερών, τους έδωσα φωτοτυπημένα τα λίμερικ που βρήκα στο blog του Γιάννη Ευθυμιάδη. Αυτό ήταν! Ξεκίνησαν να δημιουργούν και... το απολαμβάνουμε!!! :):):):):)

28/8/08

Ρονταρικιά με αποδείξεις!


Το ανθρωπάκι του ονείρου*


Τ' ανθρωπάκι του ονείρου,
τι αστεία φατσούλα!
Σαν ο ύπνος αγγίξει
τη μικρή σου ψυχούλα,
τρέχει, σκύβει στ' αφτί σου
και σου λέει σιγανά:
Πέτα! Πέτα ψηλά!

Μα εσύ, πριν προλάβεις
να πεις: Πώς; Με τι;
στο ουράνιο τόξο
έχεις κιόλας βρεθεί.
Κυματίζουν το κίτρινο, μπλε και λιλά
καθώς ένα αεράκι απαλό το φυσά
κι εσύ κάνεις τσουλήθρα και κούνια, τι τρέλα!
στην πολύχρωμη ουράνια εκείνη κορδέλα.
Μ' από 'κεί, πάνω σ' ένα αλογάκι καβάλα,
μ' ένα μπλουμ!
μες στη θάλασσα πέφτεις σαν μπάλα.
Θα πνιγείς; Μπα.
Μη νοιάζεσαι, να τ' ανθρωπάκι!
-Έλα, ανέβα, σου λέει,
στο μικρό συννεφάκι.

Μα όλα ξάφνου αλλάζουν
κι εσύ αρχίζεις να κλαις,
γιατί τρέχουν, σ' αρπάζουν
δεκαεννιά πειρατές.
Μάσκες όλοι φοράνε,
μπερδεμένα μιλούν
και με τα όπλα σου κάνουν:
Μπουμ, μπουμ, μπουμ!
Μπουμ, μπουμ, μπουμ!
Μα όσο κι αν φοβισμένα
σου χτυπά η καρδούλα,
τ' ανθρωπάκι σε σώζει
με μια μόνο λεξούλα.

Να 'σαι τώρα στην τάξη
-η καρδιά σου χτυπά-
πόσο κάνουνε δύο αν
προσθέσουμ' εφτά;
Κι όμως, χθες το θυμόσουνα
τόσο καλά...

Φταίει για όλα αυτό το μικρό ανθρωπάκι.
Πόσες φάρσες σκαρώνει
τούτο το διαβολάκι...

Σε φοβίζει, σε σώζει
σε σηκώνει ψηλά
πέρα απ' τ' άστρα
όπου ζουν,
όλα τα όνειρα.
Κι όταν έρθει η ώρα
να φωνάξει η μαμά:
"Ξύπνα! Πέρασ' η ώρα,
είναι κιόλας αργά",
τότε ανοίγεις τα μάτια
και κοιτάς γύρω γύρω.
Μα τη μέρα ίσως κρύβεται
κάτω απ' το κομοδίνο...

*Τζιάνι Ροντάρι, "Φλυαρίες ανάμεσα στον ουρανό και τη γη" εκδ. Τεκμήριο

27/8/08

Καλή αρχή!


Εγκαίνια, λοιπόν, του νέου χώρου! Παραμυθότοπος θα 'ναι τούτη εδώ η γωνιά, με παλιά και νέα (;) παραμύθια, ή τέλος πάντων, κάτι σαν παραμύθια. Την επιείκεια και την κατανόησή σας, λοιπόν. Ένα κοινό, θνητό webzobbie είμαι, με... ρονταρικές ανησυχίες.

Καλό μας ταξίδι!