1/8/12

Ένας ανήσυχος ταξιδευτής

μαυροτσικνιάς


Κάπου στη μακρινή Ινδία ζούσε ένας ανήσυχος μαυροτσικνιάς που τον έλεγαν Dhyanadeep που σημαίνει «Η Εικόνα της περισυλλογής και της συγκέντρωσης». Το όνομά του δεν ήταν τυχαίο, αφού ο συγκεκριμένος μαυροτσικνιάς σπάνια έκανε παρέα με τους άλλους μαυροτσικνιάδες της περιοχής του. Έμενε πολλές ώρες ακίνητος στην άκρη κάποιου ποταμού και χανόταν στις σκέψεις του. Μάταια οι γονείς και τα αδερφάκια του προσπαθούσαν να τον παρακινήσουν και να τον κάνουν να συμπεριφερθεί σαν ένα κανονικό πουλί της ηλικίας του.
-Δε θέλω να παραβγώ ως την απέναντι συστάδα δέντρων σου λέω! Έλεγε πεισματάρικα στον αδερφό του που τον τραβολογούσε από το μακρύ ποδάρι για να τον πάρει μαζί του στο παιχνίδι.
-Βαρέθηκα να σε βλέπω έτσι ακίνητο! Έλα να παίξουμε όλοι μαζί και μετά θα πάμε για ψάρεμα στην όχθη του Ινδού ποταμού, του είπε ο αδερφός του αγανακτισμένος.
-Δεν πάω πουθενά, αντιγύρισε ανόρεχτα και συνέχισε να κοιτάει τα πόδια του.
Ο μικρός πέταξε ως την παρέα των φίλων του και άφησε τον αδερφό του μονάχο.
«Κανείς δεν καταλαβαίνει τις ανησυχίες μου», σκέφτηκε ο Dhyanadeep και κούρνιασε στο πιο ψηλό κλαδί του δέντρου για να κοιμηθεί.
Ο ύπνος όμως δεν τον έπαιρνε και όλο στριφογυρνούσε, φούσκωνε, ξεφούσκωνε και τίναζε το κεφαλάκι του. Έτσι, αποφάσισε να βγει απ’ τη φωλιά του και να πετάξει ως την όχθη του Ινδού ποταμού. Πάντα του άρεσε να κατεβαίνει στο ποτάμι και να σκέφτεται, ακίνητος, με τις ώρες. Εκείνο το βράδυ ο ουρανός στολιζόταν από ένα υπέροχο, ολοστρόγγυλο φεγγάρι και ο Dhyanadeep άρχισε να ονειροπολεί κοιτώντας το. «Θα ‘θελα να ταξίδευα σε άλλα μέρη! Να γνώριζα κι άλλους τόπους, να έκανα νέους φίλους! Θα ‘θελα να πετώ ελεύθερος από χώρα σε χώρα και να γνωρίζω νέους πολιτισμούς. Εδώ κανείς δεν καταλαβαίνει αυτή μου την ανάγκη. Όταν είπα πως θα ‘θελα να ταξιδέψω ως το Βορρά, όλοι στο σπίτι με κοίταξαν απορημένοι κι έσκασαν στα γέλια.», σκέφτηκε και κατσούφιασε. Και τότε ήταν που πήρε την απόφασή του: θα έφευγε από την Ινδία το ίδιο κιόλας βράδυ!
Φτερούγισε όλο χαρά ως το δέντρο που κοιμούνταν τα αδερφάκια και οι γονείς του, άφησε ένα βιαστικό σημείωμα στο κάτω κλαδί και πέταξε μακριά.
Λίγες μέρες αργότερα ο Dhyanadeep βρέθηκε να ταξιδεύει με ένα κοπάδι λευκοτσικνιάδων. Είδε κι έπαθε να τους πείσει να τον αποδεχτούν.
-Τι δουλειά έχεις μαζί μας; Είσαι σαν τη μύγα μες στο γάλα, καημένε! Δεν το βλέπεις; του είπε ο αρχηγός του σμήνους, αλλά ο Dhyanadeep δεν το ‘βαλε κάτω.
-Δεν θα ενοχλώ κανέναν, σας το υπόσχομαι. Μόνο θα πετώ δίπλα σας. Δεν θα χρειαστεί να ασχοληθεί κανένας σας μαζί μου! Μόνο να γνωρίσω τα υπέροχα μέρη στα οποία ταξιδεύετε θέλω.
Ο αρχηγός του σμήνους των λευκοτσικνιάδων ανασήκωσε τα φτερά, αναστέναξε και τον κοίταξε υποτιμητικά λέγοντάς του: «κάνε ό,τι θες».
Ο Dhyanadeep πετούσε και θαύμαζε από ψηλά τις εναλλαγές του τοπίου. Έβλεπε κάτω απ’ τα φτερά του βουνά πανύψηλα να υψώνονται, με πάγους στις κορυφές τους που κάποτε κάποτε σχημάτιζαν μεγάλα ποτάμια και κυλούσαν στις πλαγιές δημιουργώντας πανέμορφες λίμνες. Πολλές φορές πυκνά σύννεφα του στερούσαν τη χαρά να βλέπει και να θαυμάζει τον κόσμο που απλωνόταν κάτω, όμως δε στενοχωριόταν. Ήταν πολύ χαρούμενος που έκανε το όνειρό του πραγματικότητα.
Σε λίγο καιρό πέρασαν πάνω από την Κασπία Θάλασσα.
-Πο πο! Επιτέλους, θάλασσα! φώναξε στη διπλανή του λευκή καλλονή, τη Silva.
-Δεν είναι θάλασσα! Είναι μια τεράστια λίμνη! τον πληροφόρησε εκείνη.
-Λίμνη! θαύμασε ο Dhyanadeep.
-Ναι, λίμνη! Με αλμυρό νερό!
Ο Dhyanadeep πετούσε απολαμβάνοντας την ομορφιά του κόσμου.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και το κοπάδι των λευκοτσικνιάδων μαζί με τη μοναδική… παραφωνία, τον ανήσυχο μαυροτσικνιά της Ινδίας, έφτασε στην Τουρκία. Τι όμορφη χώρα! Τι εναλλαγές τοπίου! Βουνά, λαγκάδια, πεδιάδες, ποτάμια, λίμνες, βροχές, ξηρασίες, στέπες, δάση, καλλιέργειες, νέα είδη πουλιών, διαφορετικοί άνθρωποι… χαρά θεού για τον Dhyanadeep που κάθε άλλο παρά ακίνητος και θλιμμένος ήταν πια!
Το κοπάδι κατέβηκε και έμεινε κάμποσες μέρες να ξεκουραστεί.
-Φτάσαμε; Ως εδώ ήταν; ρώτησε τη Silva, που πετούσε, συνήθως, δίπλα του απ’ την πρώτη στιγμή του ταξιδιού τους, λες και ήθελε να ‘χει στο νου της τον παράξενο συνταξιδιώτη τους.  
-Όχι, προορισμός μας είναι η Ελλάδα και συγκεκριμένα το Μεσολόγγι. Μεθαύριο, το πολύ, θα ‘μαστε εκεί.
-Τι όμορφο έχει το Μεσολόγγι; ρώτησε ανυπόμονα ο Dhyanadeep.
-Μη βιάζεσαι! γέλασε η Silva. Θα το ανακαλύψεις σε μερικές μέρες.
Πράγματι, η λευκή καλλονή με το μακρύ ράμφος και τα ψηλόλιγνα πόδια είχε απόλυτο δίκιο. Δυο μέρες μετά την κουβέντα τους, το λευκό σμήνος με τη μαύρη… κουκκιδούλα έφτασε στην Ελλάδα. Ο Dhyanadeep θαύμασε τον καταγάλανο ουρανό και άπλωσε τις φτερούγες του στο ζεστό ήλιο. Επιτέλους, καλοκαίρι! Κοιτώντας κάτω μπορούσε να διακρίνει αρκετά ποτάμια, κάμποσες λιμνούλες και πολλά βουνά που όρθωναν τις κορυφές τους στον ηλιόλουστο ουρανό. Ήταν ήδη η πρώτη εβδομάδα του Ιούνη και η ζέστη ήταν αρκετή. Έτσι, ο  Dhyanadeep έσπευσε στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου για να δροσιστεί και να ψαρέψει κάνα ψαράκι.
Κατέβηκε στην ακροθαλασσιά, βούτηξε τα μακριά του πόδια μέσα στο νερό, με μια ξαφνική κίνηση έκανε τα μαύρα του φτερά μια μεγάλη, όμορφη ομπρέλα και έμεινε ακίνητος κοιτώντας το νερό για μερικά δευτερόλεπτα. Έπειτα τινάχτηκε, έκανε μερικά βήματα και πάλι άνοιξε τη μαύρη του ομπρέλα. 
-Τι κάνεις εκεί, ρε φίλε; ακούστηκε μια φωνή χαλώντας την ηρεμία της φύσης. Ο Dhyanadeep αγνόησε τη φωνή και εξακολούθησε να παραμένει ατάραχος.
-Έι, φίλε! Σε σένα μιλάω! Τι ακριβώς κάνεις εκεί; Χορεύεις;
Με μια ξαφνική κίνηση ο Dhyanadeep βούτηξε το κεφάλι του στο νερό και έπιασε ένα μικρό ψαράκι.
-Ο, χο, χο!!! Τέλειο!!! Πώς το ‘κανες αυτό; είπε ο φλύαρος παρατηρητής του και φτερούγισε κοντά του.
-Πώς έκανα… ποιο; ρώτησε ο μαυροτσικνιάς απορημένος.
-Πώς έπιασες το ψαράκι, ντε!
-Α! Αυτό… Ε… εύκολα. Πείνασα και είπα να φάω κάτι… Έλα, θες να δοκιμάσεις κι εσύ…;
-Άρης! Χαίρω πολύ!
-Γεια σου, Άρη! Εμένα με λένε Dhyanadeep, που σημαίνει «Η Εικόνα της περισυλλογής και της συγκέντρωσης».
-Ναι, μπορώ να καταλάβω γιατί έχεις τέτοιο περίεργο όνομα! Φίλε, αυτό που έκανες ήταν εκπληκτικό!
-Έλα, λοιπόν, Άρη, έλα να σου δείξω πώς θα το κάνεις κι εσύ. Να…
-Μπα, όχι. Εγώ, παρόλο που φαίνομαι σαν γερακίνα και είμαι αρπακτικό, προτιμώ τα έντομα. Δεν συμπαθώ καθόλου τα ψάρια και σπάνια κατεβαίνω στην ακρογιαλιά. Απλά… να… βλέποντας ένα μαύρο ερωδιό ανάμεσα σε τόσους λευκούς, ε, παραξενεύτηκα και είπα να σε ακολουθήσω.
-Α, μάλιστα… Ναι, είμαι ένας μαυροτσικνιάς.
-Εγώ είμαι ένας σφηκιάρης, αν έχεις ακουστά.
-Όχι, είναι η πρώτη φορά και χαίρομαι πολύ που σε συναντώ, Άρη!
-Ούτε κι εγώ έχω ξαναδεί άλλο παρόμοιο με σένα πουλί. Εννοώ… μαύρο! Βλέπω τους λευκοτσικνιάδες που έρχονται κάθε καλοκαίρι, αλλά μαύρο ερωδιό… δεν είχα ξαναδεί. Σίγουρα δεν είσαι από τα μέρη μας. Έρχεσαι από μακριά;
-Μμμ! Από πολύ μακριά. Έρχομαι από τις Ινδίες και είναι η πρώτη φορά που πετώ ως τη χώρα σου.
-Εγώ μένω εδώ αρκετό διάστημα, όμως το Χειμώνα φεύγω για πιο ζεστές χώρες, με… περισσότερα έντομα, καταλαβαίνεις…! έκανε ο σφηκιάρης κλείνοντας το μάτι στο νέο του φίλο. Πάντως, φίλε μου, αυτή η τεχνική ψαρέματος είναι υπέροχη! Ποτέ μου δεν έχω δει κάτι παρόμοιο! Μπράβο, ειλικρινά μ’ εντυπωσίασες!
-Ε, χαρά στο πράγμα, έκανε ο Dhyanadeep και κατέβασε το κεφαλάκι ντροπαλά.
-Πώς! Αφού, τόση ώρα που σε παρατηρούσα, σκέφτηκα ότι θα μπορούσες να έρθεις στο Συνέδριο των Πουλιών, τον άλλο μήνα. Είμαι σίγουρος ότι όλοι θα έμεναν με το στόμα ανοιχτό αν έβλεπαν τη μαύρη ομπρέλα που σχηματίζεις με τα φτερά σου! Να, μέχρι και τους ανθρώπους εντυπωσίασες! Είδες αυτούς τους δύο κυρίους εκεί πέρα που σε φωτογράφιζαν;
-Εχμ, ξέρεις… δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο… Απλά… πείνασα και…
-Άσε τις σεμνότητες και σκέψου το! Θα ‘χεις την ευκαιρία να γνωρίσεις κι άλλα πουλιά, από όλα τα μέρη της Ελλάδας!
Ο Dhyanadeep έμενε σιωπηλός με το κεφαλάκι κατεβασμένο, κοιτώντας τα πόδια του μέσα από το γαλαζοπράσινο νερό. Ο Άρης έκανε την τελευταία του προσπάθεια να τον πείσει.
-Στο Συνέδριο των Πουλιών ακούγεται κάθε πρωτοτυπία, κάθε καινούργια τεχνική, κάθε σπουδαία εφεύρεση! Πέρσι ήρθε ένας Παπαγάλος από τις Ινδίες! Είπε με επίσημο ύφος: «Καλησπέρα» και μετά όλοι άρχισαν να τον φτεροκροτούν, να σφυρίζουν και να τον θαυμάζουν κι αυτός, ο καημένος, τόσο ντροπαλός και μετριόφρων που ήταν, δεν μπόρεσε ν’ αρθρώσει άλλη λέξη απ’ τη συγκίνηση. Έτσι, έφυγε ξεροβήχοντας και επαναλαμβάνοντας αμήχανα: «καλησπέρα». Ελπίζω φέτος να ξανάρθει για να μας πει ό,τι έχει μάθει από τη γλώσσα των ανθρώπων! 
-Ξέρεις, δεν… Εγώ… σε λίγο καιρό θα συνεχίσω το ταξίδι μου. Δεν ήρθα για να μείνω μόνιμα. Εμένα… όνειρό μου είναι… να ταξιδεύω! Να μη μένω πουθενά για πολύ καιρό. Θέλω να γνωρίσω όλο τον κόσμο! Να βλέπω νέα μέρη, διαφορετικά τοπία και να κάνω νέους φίλους, να, όπως έκανα εσένα, τη Silva που πετάμε πλάι πλάι, το Hasan στην Τουρκία… Γνώρισα κι άλλους, πολλούς, στις ενδιάμεσες στάσεις μας.
Ο Dhyanadeep μιλούσε με πολύ ενθουσιασμό για το ταξίδι του. Ο Άρης δεν τόλμησε να τον διακόψει. Ίσως γιατί ο νέος του φίλος εκπλήρωνε κι ένα δικό του, κρυφό, όνειρο: να ταξιδέψει σ’ όλη τη Γη και να θαυμάσει από ψηλά τις ομορφιές του πλανήτη μας, πριν οι άνθρωποι καταστρέψουν τα πάντα.
Τα δυο πουλιά πέταξαν για λίγο μαζί στο Εθνικό Πάρκο Μεσολογγίου κι έπειτα χώρισαν, τραβώντας καθένα το δρόμο του. Ο Άρης τράβηξε κατά το δάσος και ο Dhyanadeep επέστρεψε στην ακροθαλασσιά, παρέα με τους λευκούς συνταξιδιώτες του. Σε τρεις βδομάδες θα συνέχιζαν το ταξίδι τους, ποιος ξέρει για πού…

Μαριλία Κωστάκη
Ηράκλειο, 1/8/2012


σφηκιάρης



2 σχόλια:

ΑΧΤΙΔΑ είπε...

Με ντροπή δηλώνω ..μα και με πλήρη επίγνωση των ..λαθών μου..οτι τώρα ανακάλυψα το δωμάτιο αυτό του..μπλοκόσπιτου σου..το διάβασα και το χάρηκα και συγχρόνως βρήκα "πόρτες" για να πάω και σε άλλα..κοριτσάκι μου φιλάκια Αχτιδένια!

marilia είπε...

Σιγά, βρε αχτιδούλα! Δεν έχασες και τίποτα!!! Σ' ευχαριστώ για την επίσκεψη!

Φιλάκι