10/10/12

Ανέστης, το αρνί




Ο φίλος μου ο Ανέστης, το αξιαγάπητο αρνί, δεν ήταν πάντα και τόσο αξιαγάπητο. Ο Ανέστης ήταν ένα άγριο άσπρο αρνί που ζούσε στο απέναντι ανθισμένο λιβάδι κι έτρεχε όλη μέρα πάνω κάτω βελάζοντας ακαταλαβίστικα. Αναπαμό δεν είχε! Οι γονείς του είχαν απογοητευτεί μαζί του και είχαν αποφασίσει να τον αφήσουν στην ησυχία του, μήπως και κάποια στιγμή μερέψει. Του κάκου όμως! Ο Ανέστης ήταν ένα απρόβλεπτο και αεικίνητο αρνί, απρόσεχτο όσο κανένα άλλο από τα αδέρφια και τα ξαδέρφια του κι αγέλαστο πάντα. Τα μαλλιά του ήταν πάντα ακούρευτα και ατημέλητα και καμία προβατίνα δεν του έδινε σημασία. Εξάλλου, πώς να κοιτάξει μια κοπέλα ένα ατσούμπαλο πλάσμα που δεν καθόταν στιγμή ακίνητο; Όλο ζαβολιές, σκανταλιές, ζημιές και μπελάδες ήταν ο Ανέστης.
Όσο περνούσε ο καιρός και το αρνί αυτό μεγάλωνε, τόσο οι γονείς του προβληματίζονταν για το τι θ’ απογίνει. «Να δεις που σίγουρα θα καταλήξει στο τσιγκέλι κάποιου κρεοπώλη», έλεγε η μαμά του όλο θλίψη. «Σίγουρα, αργά ή γρήγορα, θα το φάει το κεφάλι του», συμφωνούσε κι ο μπαμπάς του αναστενάζοντας γεμάτος απελπισία. Ο Ανέστης όμως δεν καταλάβαινε τίποτα από όλο αυτά. Συνέχιζε να κινείται διαρκώς, να χοροπηδάει στο λιβάδι, να πειράζει τα αδερφάκια του, να βελάζει φάλτσα δεξιά κι αριστερά και να χαλά τον κόσμο με τις ανοησίες του. Κι όταν κάποιος τολμούσε να τον μαλώσει: «Μα, τι είναι αυτά που κάνεις, Ανέστη; Κάτσε, επιτέλους, φρόνιμος για μια στιγμή!», εκείνος δε δίσταζε να ριχτεί στον καβγά και να αρχίσει τις κουτουλιές με όποιον βρισκόταν μπροστά του.
Μια μέρα μεσημέρι, εκεί που όλα τα αρνάκια της οικογένειας αναπαύονταν στο ανθισμένο κι ευωδιαστό λιβάδι, ένας άγγελος εμφανίστηκε ξαφνικά και κάθισε απαλά πάνω σε μια ανεμώνα.  Έδειχνε ατάραχος και άνετος. Παρατηρούσε τα αρνάκια όλα να αναπαύονται και ήταν σίγουρος ότι κανένα από αυτά δεν θα μπορούσε να τον δει, γιατί ήταν αόρατος, όπως όλοι οι άγγελοι. Όμως, για κακή του τύχη, τη στιγμή ακριβώς που σκεφτόταν «τι ηρεμία που επικρατεί σ’ αυτό το λιβάδι!», πέρασε σαν σίφουνας ο Ανέστης και λίγο έλειψε να συνθλίψει την ανεμώνα κάτω από τις οπλές του. «Το αφιλότιμο! Κόντεψε να με τσαλαπατήσει! Τέτοιο άγριο αρνί δεν έχω δει ποτέ μου!», σκέφτηκε ο άγγελος και τίναξε τα άχρωμα φτερά του. «Στάσου και θα σε κάνω εγώ… αρνάκι!», είπε ο άγγελος και γέλασε με τη σκέψη του.
Άπλωσε τα φτεράκια του άγγελος, πέταξε πάνω από τα ακούρευτα μαλλιά του Ανέστη και κάθισε απαλά στη ράχη του. Το… αγριοπρόβατό μας σαν να ένιωσε την παρουσία του αγγέλου, τίναξε τα κατσαρά του τσουλούφια με δύναμη. Όμως τίποτα δεν κατάφερε. Ο άγγελος στεκόταν ακίνητος στην κορφή της κεφαλής του, δίπλα ακριβώς από το τεντωμένο του αφτί. Πάτησε πάνω στις βρώμικες μπούκλες του Ανέστη και άρχισε να του ψιθυρίζει κάτι λόγια. Δυστυχώς, δεν τα άκουσα όλα. Μόνο αυτά πήρε το αφτί μου: 

«Άχνης ζάχαρης τη γλύκα, άντρας άξιος για προίκα,
αξιαγάπητος υιός της, απαράλλαχτος ιππότης,
γέλιο πάντα θα σκορπάς κι όλο χάρη θα μιλάς.
Απαλά θα ‘ν’ τα μαλλιά σου, τρυφερό το βέλασμά σου.»

Και ξαφνικά, ένα σύννεφο από ασβέστη τύλιξε τον Ανέστη κι εκείνος άρχισε να βήχει δυνατά και να φτερνίζεται. Ταράχτηκε και κοίταξε γύρω του, χωρίς να ξέρει τι του είχε συμβεί. Κανείς ποτέ δεν κατάλαβε. Όμως όλοι παρατήρησαν πως από εκείνη τη στιγμή κι έκτοτε ο Ανέστης, χωρίς αμφιβολία, είναι το πιο ήσυχο, το πιο ευγενικό και το πιο χαριτωμένο πρόβατο ολόκληρου του λιβαδιού. Οι γονείς του χαίρονται για την προκοπή του και ο ίδιος έχει κλέψει την καρδιά της πιο όμορφης προβατίνας, της Αμελίνας. 

7.10.2012

Δεν υπάρχουν σχόλια: