Συννεφιασμένη μέρα και βροχερή. Κακόκεφη πήρε μολύβι και χαρτί να ξορκίσει την πλήξη της. Κάθισε απόμερα, σ' ένα άδειο γραφείο, φόρεσε τα ακουστικά στ' αφτιά, δυνάμωσε την ένταση δίνοντας σ' όλους το μήνυμα: "Δε θέλω κουβέντες με κανένα". Άναψε ένα κερί για να διώχνει τον καπνό που είχε κατακλύσει το χώρο, έκατσε αναπαυτικά στην πολυθρόνα και αγνάντεψε το βουνό απέναντι. Φρέσκο χιόνι είχε σκεπάσει την κορυφή του. "Άσπρο! Για να σκεπάσει τη σκοτεινιά μου και τη μουντίλα τ' ουρανού", σκέφτηκε.
Τράβηξε μια κόλλα χαρτί από δίπλα της και ετοιμάστηκε να γράψει. Θυμήθηκε ένα φίλο της που τη μάθαινε να κάνει μονοκοντυλιές. Πήρε, λοιπόν, το μολύβι, έκλεισε τα μάτια της κι άφησε τη μαύρη, μαλακή γραφίδα να χορέψει πάνω στο χαρτί της.
Έμεινε αρκετή ώρα κοιτώντας τη μουτζούρα στο χαρτί, ώσπου ένα μελανό πλασματάκι σηκώθηκε από εκείνη τη μονοκοντυλιά και τίναξε τα φτεράκια του. Έμοιαζε με... πουλί, με... συνδετήρα, με... χιονάνθρωπο; Δεν ήξερε να πει. Όλα μέσα της ήταν μπερδεμένα, μια ακατανόητη μονοκοντυλιά!
-Τι είσαι εσύ; το ρώτησε ακουμπώντας το με το μολύβι.
-Οι σκέψεις σου, της απάντησε με θάρρος.
-Και πού τις ξέρεις εσύ τις σκέψεις μου;
-Φυσικά και τις ξέρω, αφού βγήκα από μέσα σου! Ξέρω, όπως κανείς άλλος, τα άγχη, τις ανασφάλειες, τους φόβους, τις χαρές, τα χαμόγελα και την ανυπομονησία σου! Ξέρω επίσης πως σ' αυτή τη φάση είναι αδύνατο να κατορθώσεις να τα ξεμπερδέψεις όλ' αυτά και, όπως σε βλέπω, θα μείνεις πολύ καιρό έτσι.
-Πόσον καιρό δηλαδή; το ρώτησε εμφανώς ανυπόμονα.
-Έως ότου αφήσεις τη ζωή σου να κυλήσει χωρίς να προσπαθείς να τη χωρέσεις σε "πρέπει" και "θέλουν να κάνω".
-Πώς θα το καταφέρω αυτό;
-Συνέχισε να ζωγραφίζεις μονοκοντυλιές και κάποια στιγμή το σχήμα που θα γεννηθεί θα σου δώσει την απάντηση.
Δεν πρόλαβε να διατυπώσει άλλη ερώτηση. Ένα κουδούνι ακούστηκε διώχνοντας τη μονοκοντυλιά πίσω στο χαρτί, στη γνώριμη, δισδιάστατη διάστασή του και τις σκέψεις της, ένα κουβάρι, στο πίσω μέρος του μυαλού της. Μάζεψε τα βιβλία της κι έφυγε για δουλειά.
Τράβηξε μια κόλλα χαρτί από δίπλα της και ετοιμάστηκε να γράψει. Θυμήθηκε ένα φίλο της που τη μάθαινε να κάνει μονοκοντυλιές. Πήρε, λοιπόν, το μολύβι, έκλεισε τα μάτια της κι άφησε τη μαύρη, μαλακή γραφίδα να χορέψει πάνω στο χαρτί της.
Έμεινε αρκετή ώρα κοιτώντας τη μουτζούρα στο χαρτί, ώσπου ένα μελανό πλασματάκι σηκώθηκε από εκείνη τη μονοκοντυλιά και τίναξε τα φτεράκια του. Έμοιαζε με... πουλί, με... συνδετήρα, με... χιονάνθρωπο; Δεν ήξερε να πει. Όλα μέσα της ήταν μπερδεμένα, μια ακατανόητη μονοκοντυλιά!
-Τι είσαι εσύ; το ρώτησε ακουμπώντας το με το μολύβι.
-Οι σκέψεις σου, της απάντησε με θάρρος.
-Και πού τις ξέρεις εσύ τις σκέψεις μου;
-Φυσικά και τις ξέρω, αφού βγήκα από μέσα σου! Ξέρω, όπως κανείς άλλος, τα άγχη, τις ανασφάλειες, τους φόβους, τις χαρές, τα χαμόγελα και την ανυπομονησία σου! Ξέρω επίσης πως σ' αυτή τη φάση είναι αδύνατο να κατορθώσεις να τα ξεμπερδέψεις όλ' αυτά και, όπως σε βλέπω, θα μείνεις πολύ καιρό έτσι.
-Πόσον καιρό δηλαδή; το ρώτησε εμφανώς ανυπόμονα.
-Έως ότου αφήσεις τη ζωή σου να κυλήσει χωρίς να προσπαθείς να τη χωρέσεις σε "πρέπει" και "θέλουν να κάνω".
-Πώς θα το καταφέρω αυτό;
-Συνέχισε να ζωγραφίζεις μονοκοντυλιές και κάποια στιγμή το σχήμα που θα γεννηθεί θα σου δώσει την απάντηση.
Δεν πρόλαβε να διατυπώσει άλλη ερώτηση. Ένα κουδούνι ακούστηκε διώχνοντας τη μονοκοντυλιά πίσω στο χαρτί, στη γνώριμη, δισδιάστατη διάστασή του και τις σκέψεις της, ένα κουβάρι, στο πίσω μέρος του μυαλού της. Μάζεψε τα βιβλία της κι έφυγε για δουλειά.
4 σχόλια:
Το χαζοπαγανό έπρεπε να σου πει πως και οι "καρδούλες" έχουν πολλά "πρέπει" και "θέλω να κάνεις"!...
Δηλαδή, θες να μου πεις ότι όσο βγαίνουν οι καρδούλες μονοκοντυλιά θα μένει έτσι, μπερδεμένο κουβαράκι; Γιατί; Αφού οι καρδούλες είναι τόσο εύκολη καμπύλη...
Πολλές καρδούλες σε αυτό μπλογκ, πολλές... φταίνε και τα μολύβια όμως όπως τα φτιάχνουν τα ρημάδια ;) Καλό σου βράδυ
:)
Δημοσίευση σχολίου