Είχαν περάσει πολλά χρόνια. Είχε κι η ίδια ξεχάσει ότι υπάρχει αυτό το ξύλινο κουτί μέσα στο συρτάρι της. Κάποτε το φυλούσε σαν κόρη οφθαλμού. Τώρα, ο θησαυρός είχε πια ξεχαστεί. Μα, γιατί άνοιξε εκείνο το συρτάρι; Απ’ την ταραχή της ξέχασε το λόγο που την ανάγκασε να ξαναφέρει στη μνήμη της αυτή την ιστορία. Πήρε το κουτί και το άνοιξε με τρεμάμενα χέρια. Τα κιτρινισμένα γράμματα έφεραν ένα αδιόρατο χαμόγελο στο γερασμένο πρόσωπό της. Ο φθοροποιός χρόνος είχε προλάβει να αφήσει πάνω της τα σημάδια του.
Άνοιξε το πρώτο γράμμα και άρχισε να διαβάζει. Οικείος και αγαπημένος γραφικός χαρακτήρας. Γράμματα όμορφα, μικρά, πλαγιαστά με ουρίτσες. Λέξεις γραμμένες με αγάπη. Άλλοτε με ταραχή. Κάποιες φορές με πόνο ή νοσταλγία. Γράμματα που μαρτυρούσαν ένα μεγάλο, αδυσώπητο έρωτα.
Θυμήθηκε τα νιάτα της. Το πατρικό της, τη γειτονιά της, εκείνον, τα βλέμματά τους, το καρδιοχτύπι της στα πρώτα χάδια, τα όνειρα που έκαναν ότι θα ζούσαν μαζί, τα δάκρυά της όταν της ανακοίνωσε πως πρέπει να φύγει... Αυτά τα γράμματα ήταν η μόνη της παρηγοριά, τα πρώτα χρόνια της μοναξιάς της. Όμως, η μοναξιά δε δέχεται κανενός είδους παρηγοριά ή παρέα. Έρχεται και επιβάλλεται αυστηρά, απόλυτα, αδυσώπητα. Έτσι, σταδιακά, τα γράμματα ελαττώθηκαν, ώσπου, τελικά, έπαψαν οριστικά να έρχονται.
Η επικοινωνία τους διακόπηκε. Η ζωή της όμως συνεχίστηκε, όπως και τα αισθήματά της για εκείνον. Για πολλά χρόνια ζούσε περιμένοντας ο ταχυδρόμος να φέρει κάποιο νέο του. Μια ένδειξη ότι τη θυμάται και μια υπόσχεση ότι θα γυρίσει πίσω. Διάβαζε τα γράμματά του ξανά και ξανά, ώσπου η λήθη στέγνωσε και τα τελευταία δάκρυα. Τότε τα γράμματα μπήκαν σ’ αυτό το ξύλινο κουτί και κρύφτηκαν καλά σ’ εκείνο το συρτάρι, ώστε κανένα χέρι να μην μπορεί να σκαλίσει παλιά τραύματα.
Προσπάθησε να θυμηθεί το λόγο για τον οποίο είχε ανοίξει εκείνο το συρτάρι. Το μυαλό της όμως ταξίδευε πίσω. Σκεφτόταν τι θα είχε συμβεί αν εκείνος δεν έφευγε. Πώς να ήταν άραγε η ζωή της; Τι θα είχε χάσει; Τι θα είχε κερδίσει;
Το ταξίδι του ονείρου διακόπηκε από μια παιδική φωνούλα και ένα σφιχτό αγκάλιασμα.
-Έλα, επιτέλους, γιαγιά! Υποσχέθηκες πως θα πάμε! Βιάσου, πριν σκοτεινιάσει!
Ναι, θυμήθηκε. Το καλό της σάλι ήθελε, για να πάει το παιδί στην παιδική χαρά.
Σημείωση:
7 σχόλια:
Nα μαζευτούν πάραυτα τα κείμενα και να εκδοθούν........
φρούτο τι κάθεσαι άντε να ασχοληθείς και λίγο με σοβαρά πράγματα όπως οι εκδόσεις!!!
Δασκαλίτσα κοίτα να δοκιμάσεις πιο πολύ το γράψιμο σου πάαααααααει!!!
Είναι όμορφα τα κείμενα και τα ποιήματα.....και ο Ροντάρι απο τους πιο καλούς στο είδος του και αρκετά σπάνιος....άντε για να μη χαθεί και το είδος.
πως καταφέρνεις και γράφεις τόσο όμορφα παραμύθια. μαγεύεις πραγματικά! Τι να πω...Πολύ ωραίο κείμενο! συμφωνώ με τον προλαλήσαντα να μαζέψεις όλα τα κείμενα σου και να τα δείξεις σε κάποιους που μπορεί να βοήθήσουν να εκδοθούν.
ωραίος ιστορία. εγώ αγαπώ αυτό. ευχαριστώ για δικό σου ταχυδρομώ. Greetings
Δημήτρη, σ' ευχαριστώ! :) Δε νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να μπει κανείς σ' αυτή τη διαδικασία, έχοντας αυτά τα κείμενα στα χέρια του. Στο κάτω κάτω τι θα κερδίσω; Τη ματαιοδοξία μου την ικανοποιώ κι έτσι, δημοσιεύοντας στο δίκτυο. :)
Σπυράκο, να 'σαι καλά, σ' ευχαριστώ!
agepe, ευχαριστώ. Αλλά δεν ταχυδρόμησα τίποτα! Να 'σαι καλά, με το φοβερό αβατάρι σου! :)
Μαριλίτσα, εγώ σε προσκαλώ για καφέ.
Πέμπτη 7μμ, στα λιονταράκια.
Θα χαρώ να τα πούμε -)
Σπίθα, σ' ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση. Αυτή την Πέμπτη, δυστυχώς, έχω εφτάωρο και το απόγευμα την πρώτη συνάντηση με τους γονείς των παιδιών μου, οπότε θα είναι λίγο δύσκολο να μείνει χρόνος ελεύθερος. Πάντως, σ' ευχαριστώ πολύ! :)
Σπίθα, είδες; με το βαμβάκι σφάζει η κυρία!
Δημοσίευση σχολίου